ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΟ  ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Τελευταία ενημέρωση 19/10/2015

ΠΟΡΙΣΜΑ
[Επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την πρόταση ενός νέου ασφαλιστικού συστήµατος (ΥΑ 37564/∆9.10327/21.8.2015)]


ΠΡΟΣ
ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ

                                                                                              ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2015

 Η Επιτροπή ανέλαβε το δύσκολο έργο να σχεδιάσει ένα νέο ασφαλιστικό σύστηµα. Ένα φιλόδοξο εγχείρηµα που έφερε σε πέρας σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα. Οι επιλογές που διατυπώθηκαν, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων, ήταν περισσότερες της µιας. Ωστόσο, µετά από ώριµες σταθµίσεις, επήλθε, σε κάποιο βαθµό, σύγκλιση απόψεων.Το πόρισµα δεν έκρυψε την πολυφωνία και τον πλουραλισµό, ενώπαράλληλα απέφυγε τις ωραιοποιήσεις. Εννοείται ότι το µόνο που χάραξε η Επιτροπή, είναι το µονοπάτι. Γι’ αυτό περιορίστηκε στην
παράθεση των αρχών του προτεινόµενου συστήµατος. Η υλοποίησή του προϋποθέτει περαιτέρω τεχνικές επεξεργασίες. Οµοίως, η Επιτροπή δεν προχώρησε στην εξειδίκευση της µετάβασης που θα αποτελέσει
αντικείµενο ξεχωριστής πρότασης.
               15 Οκτωβρίου 2015

                                                                        Η Πρόεδρος

∆ιάγραµµα
Ι. Το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστηµα δεν είναι βιώσιµο
ΙΙ. Για ένα νέο συνταξιοδοτικό συµβόλαιο µεταξύ των γενεών
ΙΙΙ. Αναζητώντας καλές πρακτικές στην αλλοδαπή
IV. Οι στόχοι της µεταρρύθµισης
V. Οι οργανωτικές δοµές του συστήµατος
1. Προκριθείσα από την Επιτροπή επιλογή για τις δοµές του συστήµατος : έναςφορέας (διοικητική ενοποίηση), ενιαίοι κανόνες λειτουργίας για όλους τους ασφαλισµένους (λειτουργική ενοποίηση)
2. Μια αποκλίνουσα άποψη : οργανωτική διατήρηση κάποιων ιδιαιτεροτήτων (τρεις φορείς κύριας ασφάλισης)
VI. Η νέα αρχιτεκτονική του συνταξιοδοτικού συστήµατος
1. Προκριθείσα από την Επιτροπή επιλογή για τις συντάξεις των µελλοντικών συνταξιούχων : διανεµητικό σύστηµα εικονικών λογαριασµών καθορισµένων εισφορών (NCD), υποστηριζόµενο από µια εθνική (κοινωνική) σύνταξη και ένα κεφάλαιο (ταµείο) για την εγγύηση της βιωσιµότητας
2. Κάποιες διατυπωθείσες επιφυλάξεις
3. Μη προκριθείσα επιλογή : διατήρηση και βελτίωση των ν. 3863/10 - 3865/10
VII. Η συµβατότητα των µεταρρυθµίσεων µε το Σύνταγµα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι : Μια πρόταση για µια νέα επικουρική ασφάλιση : η ίδρυση ενός νέου Ταµείου επικουρικών συντάξεων (πλήρως κεφαλαιοποιητικό)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ : Μια πρόταση για τα Ταµεία Επαγγελµατικής Ασφάλισης (ΤΕΑ):  ενίσχυση του κοινωνικού τους ρόλου
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙII : Εκλογικεύοντας τις συνταξιοδοτικές δαπάνες. Ο αποχωρισµός των προνοιακών παροχών από την κοινωνική ασφάλιση θα µειώσει τη συνταξιοδοτική δαπάνη
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV : Προς µια απλοποίηση του συστήµατος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V : Μια πρόταση για τη θέσπιση ενός καθολικού συνταξιοδοτικού συστήµατος που θα στηρίζεται στην αρχή του φορολογουµένου
 πολίτη
Ι. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟ∆ΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ∆ΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΙΩΣΙΜΟ
 Η υπέρβαση της κρίσης απαιτεί επιστροφή και επαναδιαπραγµάτευση των θεµελιακών κοινωνικών επιλογών. Τα θεµέλια της κοινωνικής ασφάλισης είναι πρωτίστως κοινωνικά και συλλογικά. Χρειαζόµαστε επιτακτικά ένα µεγάλο εθνικό σχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση, µια εθνική συναίνεση για το «πώς» την αντιλαµβανόµαστε συνολικά ως κοινωνικό θεσµό. Φυσικά η συζήτηση αυτή δεν µπορεί και δεν πρέπει να αποκοπεί από το ίδιο το µέλλον της χώρας.Οι συντάξεις θα πρέπει να είναι βιώσιµες και επαρκείς 1. Η διατήρηση ενός συστήµατος κρίνεται όχι µόνο από τη διασφάλιση της οικονοµικής ισορροπίας του, αλλά κι από την ικανότητά του να λειτουργήσει προστατευτικά υπέρ των ασφαλισµένων. Σε περίοδο δηµοσιονοµικής προσαρµογής, ο ανταγωνισµός ανάµεσα στους δύο αυτούς δηλωµένους στόχους εντείνεται, ενώ καθίσταται δυσκολότερος ο συµβιβασµός τους.
Αναζητείται ένα βιώσιµο ασφαλιστικό σύστηµα στο πλαίσιο βιώσιµων δηµόσιων οικονοµικών. Το ελληνικό δηµόσιο σύστηµα συντάξεων αναπτύχθηκε  αποσπασµατικό τρόπο και κάτω από την πίεση συνδικαλιστικών και
επαγγελµατικών οργανώσεων, στοιχεία που οδήγησαν στον έντονο κατακερµατισµό του. Χαρακτηρίζεται από εκτεταµένη πολυνοµία, η οποία δηµιουργεί έντονες κοινωνικές ανισότητες, αφού αντιµετωπίζει όµοιες περιπτώσεις πολιτών µε διαφορετικό τρόπο. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (χρόνος ασφάλισης και όρια ηλικίας), τα ποσοστά αναπλήρωσης, οι κατώτατες συντάξεις, οι ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, οι κοινωνικοί πόροι (καταργηθέντες ή υπό κατάργηση) και η κρατική χρηµατοδότηση διαφέρουν τόσο µεταξύ των ταµείων όσο και µεταξύ ασφαλισµένων στο ίδιο ταµείο.Η διοικητική διάσπαση του ασφαλιστικού συστήµατος είναιεντυπωσιακή. Ενδεικτικό είναι ότι το 1990 λειτουργούσαν 327 φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, λοιπών παροχών και περιορισµένοςαριθµός υπηρεσιών ασφάλισης καθώς και κρατικές υπηρεσίες για τη συνταξιοδότηση και υγειονοµική περίθαλψη των δηµοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών. Το 1997 υφίστανται 28 φορείς κύριας ασφάλισης και παραπάνω από 200 φορείς επικουρικής ασφάλισης.
Αυτήν τη στιγµή, σύµφωνα µε τα δηµοσιευµένα στοιχεία του συστήµατο Ήλιος, συντάξεις γήρατος, αναπηρίας, θανάτου ή κάποιας άλλης
1 Βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Λευκή Βίβλος, Ατζέντα για επαρκείς και βιώσιµες συντάξεις, 2012.
κατηγορίας δίδονται από 21 φορείς. Οι 21 αυτοί φορείς αποτελούνται από 78 υποοµάδες ή κλάδους, ορισµένοι εκ των οποίων φαίνεται να εξυπηρετούν µερικές δεκάδες συνταξιούχους. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγµα του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ που συνολικά παρέχει 8.208 συντάξεις και αποτελείται από 10 τοµείς ασφάλισης.
Το υφιστάµενο σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης χαρακτηρίζεται από µία πολύπλοκη θεσµική δοµή, η οποία, παρ’ όλες τις βελτιώσεις που έχει δεχθεί διαχρονικά, δηµιουργεί σοβαρά εµπόδια στην αποδοτική λειτουργία του. Ένα βασικό πρόβληµα είναι η εµπλοκή πολλών, διαφορετικών και ορισµένες φορές µε διαφορετικές επιδιώξεις νοµικών προσώπων. Ενδεικτικό είναι ότι η εποπτεία του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης µοιράζεται ανάµεσα στα Υπουργεία Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, το Υπουργείο Οικονοµικών, το Υπουργείο Εθνικής ʼµυνας και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Σύµφωνα µε το µητρώο φορέων της γενικής κυβέρνησης της ΕΛΣΤΑΤ το ∆εκέµβριο του 2012 ήταν καταγεγραµµένοι 41 Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), χωρίς να υπολογίζεται το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) που είναι υπεύθυνο για τις συντάξεις του ∆ηµοσίου. Το σύστηµα
κοινωνικής ασφάλισης είναι όµως ακόµα πιο κατακερµατισµένο, αφού κάτω από την ίδια στέγη υπάρχουν παλαιότερα ασφαλιστικά ταµεία που ακόµα και µετά την ενοποίησή τους εξακολουθούν να διατηρούν πλήρη
οικονοµική και λειτουργική αυτοτέλεια. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα είναι το Ενιαίο Ταµείο Ανεξάρτητων Απασχολούµενων (ΕΤΑΑ), στο οποίο έχουν ενσωµατωθεί τα πρώην ταµεία ασφάλισης των µηχανικών, των νοµικών και των υγειονοµικών, καθώς και ο τρόπος µε τον οποίο έχουν Στο ασφαλιστικό σύστηµα διατηρούνται διαφοροποιήσεις µεταξύ κλάδων και επαγγελµάτων, ηλικιών ή ηµεροµηνίας πρώτης ασφάλισης και φύλων. Παλαιότερες προσπάθειες διοικητικής ενοποίησης, παρά τις καλές προθέσεις των εµπνευστών τους, παρέµειναν εν τέλει επιφανειακές και λιγότερο ουσιαστικές, πιθανόν ως αποτέλεσµα του βιαστικού σχεδιασµού και υλοποίησης, αλλά και της έλλειψης επιµονής στην επίτευξη του στόχου.Αποτιµώντας τις διαχρονικές ενοποιήσεις των ασφαλιστικών δοµών που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια, καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι ήταν κυρίως επιφανειακές και ορισµένες φορές, λόγω του ελλιπούς σχεδιασµού τους, βιαστικές. Χωρίς ουσιαστική προετοιµασία και προσαρµογή, αλλά µε υποχωρήσεις συχνά σε συνδικαλιστικές πιέσεις, ήταν αναποτελεσµατικές και δηµοσιονοµικά επιβλαβείς.
Οι µεγαλύτεροι ΦΚΑ στη χώρα σε όρους αριθµού ασφαλισµένων είναι το Ίδρυµα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ),ο Οργανισµός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), ο Οργανισµός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελµατιών (ΟΑΕΕ) και το Ενιαίο Ταµείο Ανεξάρτητα Απασχολούµενων (ΕΤΑΑ). Σύµφωνα µε τα στοιχεία των Ερευνών Εργατικού ∆υναµικού (ΕΕ∆) το τέταρτο τρίµηνο του 2013 το 41,2% των εργαζόµενων είχαν ως κύριο ταµείο ασφάλισης το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το 17,7% τον ΟΑΕΕ, το 14,7% το ∆ηµόσιο και το 14,6% τον ΟΓΑ. Αθροιστικά, στους τέσσερις αυτούς ΦΚΑ είναι ασφαλισµένο το 88,2% των εργαζοµένων στη χώρα.Τα συνολικά έσοδα των Ταµείων καταγράφουν σηµαντική µείωση την
περίοδο 2011-2013 από 12% στο ΝΑΤ έως και 48,9% στο ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, ενώ και τα έξοδα των εν λόγω ταµείων καταγράφουν µείωση που κυµαίνεται από 9,2% µέχρι 39,9%, µε µοναδική εξαίρεση το ΕΤΑΑ.Μεταξύ 2011 και 2013 ο αριθµός των ασφαλισµένων µειώθηκε, ενώ ο αριθµός των συνταξιούχων κατά κανόνα αυξήθηκε, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις όπου µειώθηκε οριακά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε τις χαµηλότερες αµοιβές και τη µειωµένη οικονοµική δραστηριότητα εξηγεί τα µειωµένα έσοδα και δηµιουργεί προβληµατισµό για το µέλλον. Τέλος, η συµµετοχή του δηµοσίου είτε ως κρατική επιχορήγηση είτε ως κοινωνικοί πόροι αποτελούν σηµαντικό µερίδιο τόσο των συνολικών τους εσόδων όσο και των δαπανών τους για συντάξεις. Τα Ταµεία που συστηµατικά λαµβάνουν κρατική επιχορήγηση και εισπράττουν θεσµοθετηµένους κοινωνικούς πόρους εξαρτώνται σε πολύ µεγάλο βαθµό από αυτά. Ειδικότερα, στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ η κρατική επιχορήγηση αποτελεί το 39% των εσόδων του ταµείου, στον ΟΓΑ το 89% και στο ΝΑΤ το 92%. Στην προσπάθεια αύξησης των εσόδων των ασφαλιστικών ταµείων η
διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης είναι µία διέξοδος. Με βάση την ελληνική πραγµατικότητα, τρεις είναι οι κύριες κατευθύνσεις που µπορεί να επιτευχθεί αυτό: η πρώτη είναι η αντιµετώπιση της εισφοροδιαφυγής
µε την καταπολέµηση της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, η δεύτερη είναι η επιβολή ασφαλιστικών εισφορών σε πρόσθετα εισοδήµατα από εργασία που δεν υπάγονται σε ασφαλιστικές κρατήσεις, και η τρίτη είναι η αύξηση των απασχολούµενων µε τη δηµιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
 Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι στην Ελλάδα το σύστηµα συντάξεωνταλαιπωρήθηκε από ελλείψεις στη διακυβέρνηση, που επιβάρυναν τις αντιφάσεις του εδραιωµένου κατακερµατισµού των φορέων σε ένα σύστηµα χρηµατοδότησης που προϋποθέτει ισονοµία. Αποκρύπτοντας την τελική επιβάρυνση, οι συντάξεις έπαιξαν καίριο ρόλο στο πελατειακό σύστηµα της µεταπολιτευτικής περιόδου. Αποτέλεσµα, η επίµονη τάση της διόγκωσης δαπανών που τροφοδότησε διαρθρωτικά ελλείµµατα, ακόµα και πριν το τέλος της δεκαετίας του ‘80. Καθώς οι δαπάνες αποσυνδέθηκαν από τα έσοδα, η διαφορά χρηµατοδοτήθηκε µε κρατικέςεπιχορηγήσεις, καθιστώντας την δηµοσιονοµική επίπτωση την κύρια πηγή πίεσης για συνταξιοδοτική µεταρρύθµιση. Οι προσπάθειες µεταρρύθµισης υπολείπονταν από τις ανάγκες, αφού οι αναδιανεµητικές διαφορές µεταξύ επαγγελµατικών οµάδων συγχέονταν µε θέµατα
διανοµής µεταξύ γενεών. Η Ελλάδα ήταν η µόνη χώρα της ΕΕ που δεν κατάφερε να οργανώσει µια διαδικασία διακοµµατικής συναίνεσης για την απαιτούµενη ασφαλιστική µεταρρύθµιση στην περίοδο της µεταπολίτευσης.
 Οι συνταξιοδοτικοί νόµοι 3863/10 και 3865/10 δεν ήταν µια ικανοποιητική απάντηση στο πρόβληµα. Η µακροχρόνια βιωσιµότητα θεωρείται ότι απαντήθηκε, δεδοµένου ότι οι αναµενόµενες δαπάνες συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2050 συρρικνώθηκαν δραστικά. Αυτό οφείλεται σε ένα νέο σύστηµα συντάξεων κυρίως λόγω των δύο νέων χαρακτηριστικών : αναπληρώνει εισόδηµα στο σύνολο της εργασιακής ζωής και θεσπίζει αυξήσεις ορίων ηλικίας για νεότερους ασφαλισµένους.Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν, κατά κύριο λόγο, την περίοδο µετά το 2020, αφού στις αλλαγές υπήρχε διάχυτη η επιθυµία να εξαιρεθούν όσο ήταν κοντά στην συνταξιοδότηση. Η εξαίρεση επιτεύχθηκε µέσω προοδευτικότητας στην εφαρµογή των νέων ρυθµίσεων και προστασίας των θεµελιωµένων δικαιωµάτων. Η δε προοδευτική εφαρµογή του νέου των κατοχυρωµένων δικαιωµάτων.
 Ως εκ τούτου, οι διαρθρωτικές αλλαγές δεν λειτούργησαν στην κρίση. Οι συντάξεις συνέχισαν να µοιάζουν µε ασφαλές αγκυροβόλιο από τις πιέσεις της αγοράς εργασίας, ευνοώντας την µαζική έξοδο σε πρόωρη
συνταξιοδότηση, κυρίως γυναικών. Υπερβάσεις δαπανών συνέπεσαν µε µειώσεις εσόδων λόγω εκτεταµένης ανεργίας και αύξησης της εισφοροδιαφυγής. Αφού δεν υπήρχε εναλλακτική πηγή εισροών, η χρηµατοδότηση έγινε από το ίδιο το σύστηµα µέσω περικοπών σε όλες τις συντάξεις, παλαιές και νέες. Αυτές έλαβαν χώρα σε δέκα διαφορετικές περιστάσεις από το 2010, οδηγώντας σε σωρευτικές απώλειες µεταξύ 14% στις χαµηλές και σχεδόν 50% στις υψηλότερες συντάξεις σε συνταξιούχους όλων των ηλικιών. Στις επικουρικές συντάξεις, για να θεµελιωθεί η άποψη ότι οι αυτές δεν εµπεριέχουν δηµοσιονοµικό κίνδυνο, η ρήτρα µηδενικού ελλείµµατος νοµοθετήθηκε το 2012.
Το τοπίο των συντάξεων το 2015 διαφέρει αποφασιστικά από την κατάσταση πριν την κρίση, χωρίς να παραβλέπουµε τη συχνή σύγχυση που οφείλεται στη διαφορά των επιπτώσεων του συστήµατος µεταξύ του απώτατου µέλλοντος και της παρούσας δεκαετίας. Οι συντάξεις του νέου συστήµατος για άτοµα µε πλήρη επαγγελµατική διαδροµή δεν είναι ιδιαίτερα χαµηλές µε βάση τις διεθνείς πρακτικές, πράγµα που εξασφαλίζει ότι το Κράτος συνεχίζει να δεσπόζει στον τοµέα των συντάξεων. Περιορισµοί στις µακροχρόνιες δαπάνες µάλλον οφείλονται και στη χρήση του συνόλου των αποδοχών στην αναπλήρωσηεισοδήµατος (ν. 3863/10 και 3865/10).Καίριας σηµασίας είναι η παράπλευρη απώλεια που δηµιουργείται από τις εκτεταµένες περικοπές για τις τρέχουσες γενιές συνταξιούχων καθώς και όσων θα περάσουν στην Τρίτη ηλικία στην επόµενη δεκαετία. Αυτές υψώνουν ένα πέπλο αβεβαιότητας στην ασφάλεια εισοδήµατος ακόµη και για πολύ ηλικιωµένα άτοµα και υποσκάπτει τη βασική λειτουργία των συντάξεων – την εγγύηση ότι η συνταξιοδότηση δεν οδηγεί σε απότοµες πτώσεις του βιοτικού επιπέδου στα γηρατειά.Οι σηµαντικές περικοπές των συντάξεων που προέκυψαν από τα Μνηµόνια, αλλοίωσαν σηµαντικά την αναλογική (ανταποδοτική) τους πλευρά. Ειδικότερα, οι επελθούσες µειώσεις αποτελούν βαρύ πλήγµα
στην αναλογικότητα των συντάξεων που στηρίζονται στην προηγούµενη καταβολή εισφορών. Η δυσανάλογη µείωση των µεσαίων και υψηλών συντάξεων αναιρεί εµφανώς τη συνέπεια της ασφαλιστικής νοµοθεσίας.
Μια συνολική αξιολόγηση είναι ότι οι αλλαγές από το 2010 αποτελούν µια ηµιτελή µεταρρύθµιση. Αν και αδιαµφισβήτητα ασχολήθηκαν µε ορισµένα θέµατα – κυρίως µακροπρόθεσµα – δεν προσάρµοσαν τη βασική λογική του συστήµατος στα νέα δεδοµένα. Οι περικοπές συντάξεων περαιτέρω υπονόµευσαν την αξιοπιστία των υποσχέσεων του συστήµατος. Στην ουσία, έχει τεθεί σε λειτουργία µια διαδικασία συνεχούς απαξίωσης, όπου δηµοσιονοµικά θέµατα οδηγούν σε προσαρµογές συντάξεων που υποτιµούν ακόµη περισσότερα το κοινωνικό συµβόλαιο των συντάξεων, οδηγώντας σε τάσεις απεµπλοκής, κυρίως εκ µέρους των νεότερων γενεών.
 ∆ιακριτό θέµα είναι οι αλλαγές στο γενικότερο πλαίσιο µετά την κρίση. Η πτώση του ΑΕΠ κατά κεφαλή κατά ένα τέταρτο από το 2008 συνεπάγεται ότι µια δεδοµένη δαπάνη αντιστοιχεί σε µεγαλύτερο βάροςστην παραγωγή. Ήδη οι συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ (16,2% το 2013) είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ
2. Εξετάζοντας το µέλλον, εντείνονται οι προκλήσεις στην απασχόληση, ενώ οι πληρωµές συντάξεων θα πρέπει να ανταγωνίζονται τις ανάγκες εξυπηρέτησης του δηµόσιου χρέους. Αν και αυτά τα θέµατα δεν έχουν συνεκτιµηθεί σε παρελθούσες έρευνες των συστηµάτων συντάξεων, δεν πρέπει να αγνοηθούν τώρα.

ΙΙ. ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟ∆ΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ
 Η ανανέωση της εµπιστοσύνης στο σύστηµα συντάξεων είναι ευχερέστερη στο πλαίσιο µιας συνολικής µεταρρύθµισης που θέτει τις βάσεις της στη διαγενεακή και ενδογενεακή ισότητα. Για να επιτύχει αυτόν το στόχο η Ελληνική κοινωνία οφείλει να επενδύσει στην αναζήτηση ενός νέου συστήµατος συντάξεων που να στηρίζεται στην αναδιαπραγµάτευση του κοινωνικού συµβολαίου. Η επίτευξη ενός νέου συνταξιοδοτικού αφηγήµατος µπορεί να γίνει σε δύο φάσεις :
• Πρώτον, µε ένα µεσοπρόθεσµο πρόγραµµα που θα αποτελέσει το επιστέγασµα των διαχρονικών (και ανεπιτυχών) παραµετρικών µεταρρυθµίσεων, µε τη λειτουργική συγχώνευση των Ταµείων και την οµογενοποίηση των διατάξεων για τις εισφορές και τις παροχές του ενιαίου συστήµατος. Στο πλαίσιο αυτό θα αναζητηθούν και οι πρόσθετοι πόροι για τη στήριξη των απερχόµενων γενεών, στις οποίες πρέπει να δοθεί η διαβεβαίωση ότι οι περικοπές συντάξεων έχουν πιάσει την οροφή τους.
• ∆εύτερον, µε την υιοθέτηση ενός νέου συστήµατος συντάξεων για τις νέες γενιές, το οποίο θα βασίζεται στην γενική αρχή της ίσης µεταχείρισης των πολιτών τόσο εντός κάθε γενιάς όσο και

2 Βλ. The 2015 Ageing Report - European Economy 3/2015-EC Economic and budgetary projections for the 28 EU Member States (2013-2060).

µεταξύ των γενεών. Αυτό µπορεί να επιτευχθεί µε ένα σύστηµα που θα προσφέρει µια διαφανή αρχιτεκτονική συνεργασίας µεταξύ των διαφόρων τύπων αλληλεγγύης. Για να επιτύχει η προτεινόµενη συστηµική µεταρρύθµιση απαιτείται η αναζωογόνηση της εµπιστοσύνης των νεότερων γενεών µέσω της αξιόπιστης σύνδεσης εισφορών και δικαιωµάτων.
ΙΙΙ. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟ∆ΑΠΗ
 Σήµερα, το οικονοµικό και κοινωνικό περιβάλλον διαφέρει ριζικά απ’ εκείνο των προηγούµενων δεκαετιών. Μπροστά στις νέες προκλήσεις τα περισσότερα συνταξιοδοτικά συστήµατα αναγκάστηκαν να αλλάξουν.
Παρά τις εθνικές ιδιαιτερότητες, είναι δυνατόν να ανιχνεύσουµε κάποιες κοινές τάσεις. Ειδικότερα (βλ. λεπτοµερέστερα στην επισυναπτόµενη στο πόρισµα µελέτη) :
 i. Εισαγωγή του συστήµατος καθορισµένων εισφορών (NDC). Την ανάγκη άµεσων µεταρρυθµίσεων συνειδητοποίησαν αρκετές αναπτυγµένες χώρες, µε πρωτοπόρο τη Σουηδία. Αυτή προχώρησε στο σχεδιασµό ενός βιώσιµου συνταξιοδοτικού συστήµατος που σταθµίζει τα δεδοµένα µακροζωΐας και προστασίας των δικαιωµάτων κάθε γενεάς. Εκτός από τη Σουηδία το σύστηµα καθορισµένων εισφορών µε νοητή κεφαλαιοποίηση υιοθετήθηκε και από άλλες χώρες, όπως η Ιταλία (1995), η Λετονία (1996), το Κιργιστάν (1997) και Πολωνία (1999). Πρόκειται για παραλλαγή του συστήµατος καθορισµένων εισφορών που χρησιµοποιεί την αναδιανεµητική µέθοδο χρηµατοδότησης. Οι παροχές δεν υπολογίζονται από µαθηµατικό τύπο που βασίζεται στο ύψος της µισθοδοσίας και στα έτη εργασίας, αλλά στο κεφάλαιο που έχει συσσωρευθεί στο λογαριασµό του εργαζοµένου κατά τη χρονική στιγµή της αποχώρησης από την εργασία. Τα κεφάλαια που συσσωρεύονται από τις κρατήσεις µισθοδοσίας χρησιµοποιούνται για να χρηµατοδοτήσουν τωρινούς συνταξιούχους. ∆ηµιουργείται όµως και ένας νοητός ατοµικός λογαριασµός για κάθε εργαζόµενο. Ο λογαριασµός αυτός πιστώνεται χωρίς όµως να γίνεται πραγµατική κατάθεση των εισφορών (συµπεριλαµβανοµένων και των εργοδοτικών εισφορών), οι οποίες όπως προαναφέρθηκε χρησιµοποιούνται για την πληρωµή των ήδη συνταξιοδοτηµένων. Όταν φθάσει η ώρα συνταξιοδότησης των εργαζοµένων, τότε οι παροχές (συντάξεις) τους συνδέονται άµεσα µε το ποσό των νοητών λογαριασµών, το οποίο µετατρέπεται σε ράντα (ισόβια
σύνταξη), ανάλογα µε το προσδόκιµο ζωής κατά τη συνταξιοδότηση.
 ii. Συγχωνεύσεις παρατηρούνται τελευταία σε πολλές χώρες, όπως το Ηνωµένο Βασίλειο (1990, 1999), η Κροατία (1998, 1999), η Ρουµανία (2001), η Τουρκία (2006), η Ολλανδία (2006), η Σουηδία (2010), η
Ιταλία 2012, η ∆ανία (2012), η Γαλλία (2014) και άλλες. ʼλλοτε πρόκειται για συγχώνευση φορέων, άλλοτε για ενοποίηση προϋπολογισµών µε ξεχωριστά κεφάλαια, άλλοτε για ενοποίηση συναφών διοικητικών υπηρεσιών και άλλοτε για συνέργειες µε µη συναφείς µονάδες για την αξιοποίηση οικονοµιών κλίµακος. Η προτεραιότητα στη χρήση ηλεκτρονικών υπηρεσιών, η τυποποίηση διαδικασιών, η επιδίωξη µετρήσιµων αποτελεσµάτων, η ενίσχυση των ελέγχων του κόστους (π.χ. για την από κοινού είσπραξη καθυστερηµένων εισφορών και φόρων), η ενιαία διαχείριση της ακίνητης περιουσίας συγκαταλέγονται στις παραπάνω τάσεις.
 iii. ∆ηµιουργία αποθεµατικών. Παρόλο που τα σχήµατα NDC είναι διαµορφωµένα έτσι ώστε να υπάρχει ισορροπία µεταξύ εισφορών και παροχών, δεν θεωρείται δεδοµένο ότι θα υπάρχει εξισορρόπηση του ασφαλιστικού ισοζυγίου µε όλα τα πιθανά δηµογραφικά και οικονοµικά σενάρια. Γι' αυτό το λόγο, σε κάποια σχήµατα, όπως αυτά της Σουηδίας και της Πολωνίας, υπάρχει πρόβλεψη για τη δηµιουργία αποθεµατικών κεφαλαίων.
 iv. Ποσοστά αναπλήρωσης. Είναι δύσκολο να γίνουν συγκρίσεις µεταξύ χωρών, όσον αφορά τα ποσοστά αναπλήρωσης. Είναι όµως προφανές ότι υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές, οι οποίες εξαρτώνται από το ποσό που πιστώνεται στον ατοµικό λογαριασµό του ασφαλισµένου, την προοδευτική ετήσια αύξηση των νοητών ποσών που συσσωρεύονται, το µαθηµατικό τύπο που χρησιµοποιείται (για τη µετατροπή των συσσωρεύσεων σε ράντα κατά τη συνταξιοδότηση), καθώς και από τη διαδικασία που ακολουθείται για την τιµαριθµική αναπροσαρµογή των παροχών κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης. Έχει σηµασία, αν ηεξέταση των ποσοστών αναπλήρωσης γίνεται πριν ή µετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήµατος. Στη Λετονία, µια εκτίµηση είναι ότι η νέα σύνταξη θα αναπληρώσει το 50% των αποδοχών προ-φόρου και το 75% µετά-φόρου. Σε κάποιες χώρες, αναµένεται τα ποσοστά αναπλήρωσης να
  v. Εγγύηση µιας κοινωνικής σύνταξης. Όλες οι χώρες µε σχήµατα NDC, εκτός της Ιταλίας, έχουν εφαρµόσει ένα τύπο ελάχιστης σύνταξης.Οι παροχές αυτές χρηµατοδοτούνται από τα έσοδα του γενικού προϋπολογισµού και προορίζονται για την εξασφάλιση µιας ελάχιστη συνταξιοδοτικής παροχής στους χαµηλόµισθους εργαζοµένους. Στην Ιταλία, σύµφωνα µε τη µεταρρύθµιση Dini (σύστηµα ΝDC), δεν υπάρχει ελάχιστη σύνταξη. Προβλέπεται ένα χρηµατικό βοήθηµα σε όσους έχουν ηλικία άνω των 65 ετών και πληρούν συγκεκριµένα κριτήρια. Γενικά, οι ελάχιστες συντάξεις δίνονται ύστερα από εξέταση των ιδίων πόρων, αλλά µόνο αν πρόκειται για συνταξιοδοτικές παροχές άλλων φορέων. Η ελάχιστη σύνταξη δεν αποτελεί µέρος του σχήµατος ΝDC, αν και πολλοί εµπειρογνώµονες θεωρούν σκόπιµο το αντίθετο, λόγω της έλλειψης αναδιανοµής εισοδηµάτων µε την εφαρµογή των σχηµάτων ΝDC. Σε µερικές χώρες, η ελάχιστη σύνταξη είναι γενναιόδωρη, ενώ σε άλλες ιδιαίτερα πενιχρή. Στη Σουηδία, η πλήρης ελάχιστη σύνταξη εξασφαλίζει εισόδηµα ισοδύναµο µε το ένα τρίτο του µέσου µισθού. Για να είναι
κάποιος δικαιούχος της πλήρους ελάχιστης σύνταξης θα πρέπει να είναι κάτοικος της χώρας τουλάχιστον σαράντα χρόνια.
 vi. Ευνοϊκές παροχές για ευπαθείς κοινωνικές οµάδες. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των συστηµάτων νοητής κεφαλαιοποίησης είναι ότι παρέχουν πίστωση στο εικονικό συνταξιοδοτικό λογαριασµό σε συγκεκριµένες κοινωνικές οµάδες, οι οποίες βρέθηκαν εκτός εργατικού δυναµικού ή για κάποιους λόγους (π.χ. υγείας) δεν κατέβαλαν τις αναµενόµενες ασφαλιστικές εισφορές. Συνήθως, το κράτος συνεισφέρει στο φορέα, από τον οποίο πληρώνονται οι συντάξεις και συγχρόνως το αντίστοιχο ποσό µεταφέρεται στο νοητό λογαριασµό του καλυπτόµενου ατόµου. Οι περιπτώσεις αυτές και οι σχετικές παροχές ποικίλλουν από ώρα σε χώρα, αλλά συνήθως περιλαµβάνουν γονείς (κυρίως µητέρες) που απουσιάζουν από την εργασία τους για τη φροντίδα παιδιών.
 vii. Επιβράβευση στην «αργοπορηµένη» συνταξιοδότηση. Τα σχήµατα νοητής κεφαλαιοποίησης είναι σχεδιασµένα έτσι ώστε να ευνοούν όσους παραµένουν στην εργασία για περισσότερα χρόνια και να «τιµωρούν» όσους αποχωρούν ενωρίτερα από την εργασία. Στην Ιταλία, για παράδειγµα, το ποσοστό αναπλήρωσης (62%) είναι το ίδιο στο νέο σύστηµα (αναθεώρηση Dini) όπως και στο παλαιό (αναθεώρηση Amato) στην ηλικία τω 62 ετών µε 37 χρόνια εισφορών. Το ποσοστό αναπλήρωσης όµως για όσους παραµείνουν στην εργασία µέχρι την ηλικία των 65 ετών (µε 40 χρόνια εισφορών) από 66% στην αναθεώρηση Amato γίνεται 74% στην αναθεώρηση Dini (νέο σύστηµα). Κατά τον ίδιο τρόπο, όσον αφορά την «πρόωρη» συνταξιοδότηση, δηλαδή στην ηλικία των 57 ετών και 35 χρόνια εισφορών, το ποσοστό αναπλήρωσης είναι χαµηλότερο στο νέο σύστηµα (50% έναντι 59%).
 viii. Σε κρίσιµο ζήτηµα ανάγεται η ρύθµιση της µετάβασης στο νέο σύστηµα. Η ξένη εµπειρία δείχνει ότι η µετάβαση πρέπει να γίνεται µε αποφασιστικότητα και συναινετικές διαδικασίες. Σε κάθε χώρα που εισάγεται νέο σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες νοµοθετικές προβλέψεις για τη µετάβαση από το παλαιό σύστηµα στο νέο. Όταν, πιο συγκεκριµένα, ένα σχήµα καθορισµένων
εισφορών µε νοητή κεφαλαιοποίηση (NDC) έρχεται να αντικαταστήσει ή να συµπληρώσει ένα ισχύον αναδιανεµητικό σύστηµα, πρέπει να βρεθεί τρόπος ανταµοιβής σε όσους κατέβαλλαν εισφορές µε το προηγούµενο σχήµα. Η διαδικασία µετάβασης προβλέπει συνήθως ένα φορέα ή ένα µηχανισµό που την υποστηρίζει. Στις περισσότερες χώρες η µετάβαση εξελίσσεται σταδιακά και οι συντάξεις, για αρκετό χρονικό διάστηµα βασίζονται σε συντελεστές βαρύτητας των κεκτηµένων δικαιωµάτων και από τα δύο συστήµατα. Για παράδειγµα, οι παροχές µπορεί να υπολογίζονται είτε µε το παλαιό, είτε µε το νέο σύστηµα. ∆εν αποκλείεται όµως και ένα µέρος των παροχών να βασίζεται στο παλαιό σύστηµα και ένα άλλο µέρος στο νέο. Στην Ελλάδα, όλες οι µεταρρυθµίσεις αντιµετώπισαν προβλήµατα στη µετάβαση. Η διαδικασία τις περισσότερες φορές ήταν χρονοβόρα και αποσπασµατική.

IV. ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
 Μια µελλοντική συνταξιοδοτική µεταρρύθµιση πρέπει να ικανοποιείτους κάτωθι στόχους:

• Να καταπολεµά τη φτώχεια των ηλικιωµένων. Η πρόληψη της φτώχειας µε την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τον κάθε ηλικιωµένο είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της κοινωνικής
ασφάλισης. Κατά τη διάρκεια της κρίσης δηµοσίου χρέους η προστασία κατά της φτώχειας των ηλικιωµένων αποκτά διάσταση απόλυτης προτεραιότητας. Στην περίοδο των Μνηµονίων και των πολιτικών λιτότητας, υπάρχει ανάγκη µιας γενναιόδωρης κοινωνικής σύνταξης για την αποφυγή περαιτέρω φτωχοποίησης των ηλικιωµένων. Τα όρια της φτώχειας των ηλικιωµένων βρίσκονται σε απαράδεκτα επίπεδα. Σύµφωνα µε τη Eurostat (2014), το 23, 1% των ατόµων άνω των 65 ετών ζουν στο όριο της φτώχειας. Αν δεν µπορούν να ικανοποιηθούν, λόγω περιορισµένων πόρων, όλοι οι στόχοι του συστήµατος, η προστασία των χαµηλών συντάξεων πρέπει να αναχθεί σε πρώτη προτεραιότητα.
• Να διασφαλίζει τη βιωσιµότητα, τη διαγενεακή ισότητα, καθώς και την ίση κατανοµή των θυσιών. Η αποκατάσταση της βιωσιµότητας, δηλαδή η διατήρηση της ικανότητας του συστήµατος να χορηγεί συντάξεις στους
τωρινούς και µελλοντικούς συνταξιούχους, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά υπηρετεί το συµβόλαιο ανάµεσα στις γενεές που βρίσκεται στη βάση κάθε διανεµητικού συστήµατος. Με το ισχύον σύστηµα η σηµερινή γενεά εργαζοµένων θα πληρώσει περισσότερα απ’ όσα θα λάβει. Η µέριµνα για την προστασία της βιωσιµότητας χάριν των επόµενων γενεών ανάγεται στις κύριες υποχρεώσεις του κράτους (ΣτΕ Ολοµ. 2290/15, αρ.7).
• Να εγγυάται ένα βιώσιµο σύστηµα µέσα σε βιώσιµα δηµόσια οικονοµικά. Σύµφωνα µε τη Λευκή Βίβλο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για τις Συντάξεις του 2012, το κόστος που συνεπάγεται η µεταρρύθµιση των συντάξεων θα
πρέπει να λαµβάνεται υπόψη από τη δηµοσιονοµική στρατηγική κι όχι το αντίθετο, δηλαδή ορµώµενοι αποκλειστικά από τη δηµοσιονοµική εξυγίανση να στενεύουµε το βεληνεκές (κοινωνικό χαρακτήρα) και την αποτελεσµατικότητα των ασφαλιστικών µεταρρυθµίσεων. Εν πάσει περιπτώσει το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντ/τος, µετά τις πρόσφατες αποφάσεις της Ολοµ. του ΣτΕ (2287-2290/15), εγγυάται τη διαβίωση του συνταξιούχου µε αξιοπρέπεια, ανεξάρτητα από δηµοσιονοµικές προτεραιότητες και σκοπιµότητες. Η συµµετοχή του συνταξιοδοτικού συστήµατος στη δηµοσιονοµική εξυγίανση της χώρας οριοθετείται από το σεβασµό της ισότητας στα βάρη (άρθρο 4, παρ. 5 Συντ/τος). ∆εν πρέπει οι συνταξιούχοι να αναλάβουν ένα δυσανάλογο µέρος του κόστους της δηµοσιονοµικής προσαρµογής.
• Να διατηρεί µια εγγύτητα µε το κεκτηµένο κατά τον εργασιακό βίο επίπεδο ζωής. Ο στόχος αυτός συνίσταται στη µεταφορά καταναλωτικής δύναµης από τα εργασιακά χρόνια στην περίοδο της απόσυρσης λόγω γηρατειών.
Η κοινωνική ασφάλιση δεν προστατεύει µόνο από τη φτώχεια, αλλά κατοχυρώνει κι ένα επίπεδο ευηµερίας. Η διατήρηση του κεκτηµένου είναι καθήκον του δηµόσιου συστήµατος και όχι των «παικτών» της αγοράς. Η κοινωνική ασφάλιση δεν θα πρέπει να περιοριστεί στα ελάχιστα (φτώχεια), αλλά οφείλει να εγγυάται ένα µέσο επίπεδο ευηµερίας.

• Να απλοποιεί τις διαδικασίες και να επιτυγχάνει τη διοικητική αποτελεσµατικότητα του συστήµατος. Η απλοποίηση του τρόπου ασφάλισης θα διευκολύνει τις επιχειρήσεις στη λειτουργία τους, ενώ η µείωση της γραφειοκρατίας, κατά τη χορήγηση των παροχών, θα επιτρέψει την ευκολότερη και όχι χρονοβόρα πρόσβαση των ασφαλισµένων στις παροχές.

V. ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ∆ΟΜΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΡΟΚΡΙΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ∆ΟΜΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝΑΣ ΦΟΡΕΑΣ (∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ), ΕΝΙΑΙΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ (ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ)
 Ο στόχος θα πρέπει να είναι ένας, εθνικός φορέας κοινωνικής ασφάλισης µε ένταξη σε αυτό όλων των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχών (διοικητική ενοποίηση), µετά από
ουσιαστική ενοποίηση του υπάρχοντος καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης. Στην προοπτική αυτή, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ µετεξελίσσεται σε Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. ∆εν πρέπει να γίνει δεκτή καµία εξαίρεση, γιατί
διαφορετικά το εγχείρηµα της ενοποίησης θα υπονοµευθεί στο σύνολό του. Εξάλλου, η ενοποίηση των Ταµείων, διαχρονικό αίτηµα από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος οραµατίστηκε ένα φορέα για όλους τους Έλληνες, αποτέλεσε πρόταση και προηγούµενων προτάσεων και µελετών. Πρόσφατα, το ΚΕΠΕ σε Μελέτη του (∆ιοικητική µεταρρύθµιση και λειτουργικός εκσυγχρονισµός των ασφαλιστικών δοµών, Αθήνα, 2014) παρουσίασε εκτεταµένα το ζήτηµα της οριζόντιας και κάθετης διοικητικής και λειτουργικής ενοποίησης του συστήµατος.
 Προτείνεται συγχρόνως η ουσιαστική ενοποίηση του υπάρχοντος καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης µε θέσπιση ενιαίων κανόνων για παλαιούς και νέους ασφαλισµένους και ανακαθορισµό των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων. Οι ενιαίοι κανόνες είναι αναγκαίοι, γιατί απέναντι στους βασικούς κινδύνους της ζωής πρέπει όλοι οι ασφαλισµένοι να απολαµβάνουν τον ίδιο βαθµό εθνικής/ κοινωνικής αλληλεγγύης. Τυχόν διαφοροποίηση δεν µπορεί παρά να παρεισφρέει σε επίπεδο συµπληρωµατικής (επαγγελµατικής) προστασίας και να εξαρτάται από µια πρόσθετη εισφοροδοτική προσπάθεια των ασφαλισµένων.
Ειδικότερα:
 Όσον αφορά στις εισφορές :  -ενιαία ποσοστά εισφορών και βάση υπολογισµού τους α) για κύρια σύνταξη, β) για επικουρική σύνταξη και γ) για εφάπαξ παροχές, µε µόνη διάκριση αυτή σε µισθωτούς και αυτοτελώς
απασχολούµενους.
 -υποχρέωση για δήλωση των ασφαλιστικών εισφορών όλων των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ µέσω µιας ενοποιηµένης διαδικασίας.
 -ανάθεση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ/ΚΕΑΟ της βεβαίωσης και είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών.
 Όσον αφορά στις παροχές:
α) Κατάργηση των οριζόντιων περικοπών των συντάξεων διότι υποσκάπτουν την ασφαλιστική συνείδηση, δηµιουργούν κίνητρο για εισφοροδιαφυγή και για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, υπονοµεύουν το ασφαλιστικό σύστηµα.
 β) Καθιέρωση ενιαίου τρόπου υπολογισµού της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για παλιούς και νέους ασφαλισµένους, αφού προηγουµένως καθοριστεί µε Αναλογιστική Μελέτη το ποσοστό, κατά το οποίο τόσο η κάθε σύνταξη χωριστά, όσο και όλες από κοινού, θα αναπληρώνουν τις αποδοχές του ασφαλισµένου.
 γ) Ανακαθορισµός, κατ’ επιταγή των αρχών της συµµετοχικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων µε αναφορά στο νέο, ενιαίο τρόπο υπολογισµού της κύριας και επικουρικής σύνταξης για παλαιούς και νέους ασφαλισµένους.

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
 Σεβασµός της αρχής της ισότητας (άρθρο 4, παρ. 1 Συντ/τος). Μετατροπή του υπάρχοντος άναρχου καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης σε σύστηµα που στηρίζεται στην ενδογενεακή και διαγενεακή δικαιοσύνη.
 Αποφυγή των κινδύνων υπονόµευσης κάθε µεταρρύθµισης και ιδιαίτερα της θέσπισης εξαιρέσεων από τους ενιαίους κανόνες και της διαιώνισης, µέσω µεταβατικών διατάξεων, των προνοµιακών συνταξιοδοτικών καθεστώτων των παλαιών ασφαλισµένων και των ήδη συνταξιούχων.
 ∆υνατότητα τεκµηρίωσης της αναγκαιότητας, της καταλληλότητας και της προσφορότητας πιθανής αλλαγής των κανόνων που διέπουν το συνταξιοδοτικό σύστηµα.
 Επιτάχυνση της διαδικασίας απονοµής σύνταξης, κατάργηση της χρονοβόρας και περίπλοκης διαδικασίας διαδοχικής ασφάλισης.
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑ
 Η ενοποίηση Ταµείων µε διαφορετικό επίπεδο βιωσιµότητας εµπεριέχει σοβαρούς κινδύνους, για τους ασφαλισµένους των υγιών φορέων, εφόσον βέβαια τέτοια ταµεία υπάρχουν ακόµη. Για το λόγο αυτό θα πρέπει το κράτος να εγγυηθεί, όπως είναι και η συνταγµατική του υποχρέωση, τη βιωσιµότητα του συστήµατος και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου ως συνόλου.
ΜΙΑ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ∆ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΠΟΙΩΝ Ι∆ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΩΝ (ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ)
 Σύµφωνα µε την άποψη αυτή, ο επιβαλλόµενος σεβασµός κάποιων επαγγελµατικών και ασφαλιστικών ιδιαιτεροτήτων µπορεί να οδηγήσει στη δηµιουργία τριών ταµείων :
 α. Μισθωτών
 β. Αυτοαπασχολουµένων
 γ. Αγροτών
 Η πρόταση για µικρότερο αριθµό φορέων του σηµερινού (3) συνδυάζεται µε µη ανακαθορισµό των ήδη χορηγηθεισών συντάξεων, καθώς και µε περιορισµένη λειτουργική ενοποίηση. Ωστόσο, πάντα κατά την πρόταση αυτή, µπορούν να διατηρηθούν διαδικασίες, όπως : α) Κέντρο Απονοµής Συντάξεως κοινό για όλα τα Ταµεία, β) Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ήδη υπάρχει και λειτουργεί µε επιτυχία), γ) ΚΕΠΑ (για την ενιαία εκτίµηση της αναπηρίας). ∆ηλαδή, γίνεται αποδεκτή η εµβάθυνση στην οριζόντια ενοποίηση, δηλαδή η µεταφορά κάποιων λειτουργιών των φορέων σε µια ξεχωριστή υπηρεσία για την εκπλήρωση των συγκεκριµένων λειτουργιών.
 Στην επιλογή αυτή τονίζονται οι ιδιαιτερότητες του ΟΓΑ. Ανάµεσα στα χαρακτηριστικά του περιλαµβάνονται η διάρθρωση της αγροτικής απασχόλησης και η δοµή του Οργανισµού. Ειδικότερα, στην πλειοψηφία των αγροτικών εκµεταλλεύσεων κυριαρχεί, µε τάση περαιτέρω ενίσχυσης, η οικογενειακή εργασία και η αλληλοβοήθεια µεταξύ των γεωργών, ενώ µειώνεται η εργασία µε αµοιβή, µόνιµων και εποχικών εργατών. Η πλειοψηφία των ηµερών εργασίας προέρχεται από την απασχόληση των κατόχων των εκµεταλλεύσεων και των µελών της οικογένειάς τους. Μόνο το 12,9% των ηµερών εργασίας πραγµατοποιείται από µόνιµους και εποχικούς εργάτες. Το δοµικό χαρακτηριστικό του εισοδηµατικού «προφίλ» των αγροτικών νοικοκυριών είναι ότι το εισόδηµα από την άσκηση γεωργικής, κτηνοτροφικής κλπ δραστηριότητας αποτελεί µέρος του συνολικού εισοδήµατος.
 Από την άλλη, κύριο χαρακτηριστικό των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών του Οργανισµού είναι η πλήρης χρηµατοδότηση τους από τον κρατικό προϋπολογισµό. Η εκτεταµένη χρηµατοδότηση των συνταξιοδοτικών παροχών του ΟΓΑ από τον κρατικό προϋπολογισµό, αν και σταδιακά µειούµενη εξακολουθεί, σε µεγάλο βαθµό να αποτελεί ένα σηµαντικό ποσοστό των εσόδων του. Η µετεξέλιξη του Οργανισµού σε φορέα κύριας ασφάλισης επήλθε ουσιαστικά από το 1998 µε τη σύσταση και λειτουργία του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών (ν.2458/97), καθολικό διάδοχο του ελλιπούς και τελικά αποτυχηµένου ασφαλιστικά, συστήµατος του Κλάδου Πρόσθετης Ασφάλισης. Επισηµαίνεται, εξάλλου, ότι πέραν των ανωτέρω κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, στον ΟΓΑ ανατέθηκε, σταδιακά, και η χορήγηση µη ανταποδοτικών παροχών στο σύνολο του πληθυσµού, όπως είναι αυτές για την οµάδα των
ανασφαλίστων υπερηλίκων και των οικογενειών µε παιδιά, αρχικά των πολύτεκνων και πρόσφατα όλων των οικογενειών από το πρώτο παιδί, µε εισοδηµατικά κριτήρια.


VI. Η ΝΕΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥΣΥΝΤΑΞΙΟ∆ΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
1. ΠΡΟΚΡΙΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ∆ΙΑΝΕΜΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ (NCD), ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ (ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ) ΣΥΝΤΑΞΗ
ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

 Καµία λύση δεν είναι ανώδυνη. Όλες έχουν πλεονεκτήµατα που πρέπει να προβληθούν, και µειονεκτήµατα που δεν µπορούν να αποσιωπηθούν. Το µοντέλο που προκρίθηκε είναι εκείνο των εικονικών λογαριασµών καθορισµένων εισφορών (Ι). Έγινε όµως προσπάθεια διόρθωσης των αδύναµων σηµείων του σε επίπεδο επάρκειας µε την εθνική – κοινωνική σύνταξη (ΙΙ), καθώς και σε επίπεδο βιωσιµότητας µε την πρόταση για ένα πραγµατικό κεφάλαιο – ταµείο εγγύησης της βιωσιµότητας που θα τροφοδοτείται µε ποικίλους νέους πόρους (ΙΙΙ).
Α. ΕΙΚΟΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ (NCD)
 Σύµφωνα µε την επιλογή αυτή, το σύστηµα των συντάξεων είναι διανεµητικό µε καθορισµένες εισφορές (Pay-As-You-Go Notional Defined Contributions).Βασίζεται στη λειτουργία Ατοµικών Λογαριασµών «νοητής κεφαλαιοποίησης» (Individual Notional Accounts). Το σύστηµα διαφοροποιείται από την κεφαλαιοποίηση σε δύο βασικά σηµεία : ο δείκτης ο οποίος αποτελεί το εικονικό επιτόκιο ορίζεται από το νοµοθέτη-το σύστηµα παραµένει δηµόσιο- και όχι από την αγορά, ενώ η συσσώρευση των εισφορών είναι εικονική, αφού το συσσωρευµένο κεφάλαιο χρησιµοποιείται για την πληρωµή των τωρινών συνταξιούχων.
Με αυτό τον τρόπο, οι συντάξεις γίνονται αυστηρά αναλογικές προς το εικονικό ποσό των συσσωρευµένων εισφορών. Το σύστηµα αυτό υποστηρίζεται από µια εγγυηµένη κοινωνική (εθνική) σύνταξη για εκείνους τους ασφαλισµένους που δεν θα έχουν την ολοκληρωµένη εργασιακή διαδροµή.
Η βασική ιδέα του προτεινόµενου συστήµατος που στοχεύει στην πραγµατοποίηση της ανταποδοτικής δικαιοσύνης, είναι απλή : ο εργαζόµενος συσσωρεύει σ’ έναν ατοµικό λογαριασµό όλες τις εισφορές της επαγγελµατικής του σταδιοδροµίας. Οι ασφαλιστικές εισφορές που συγκεντρώνονται στην ατοµική µερίδα του ασφαλισµένου, τοκίζονται µε το παραπάνω εκάστοτε εικονικό επιτόκιο και σχηµατίζουν το συνταξιοδοτικό κεφάλαιο. Είναι το κράτος εκείνο που εγγυάται τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήµατος. Τον επενδυτικό κίνδυνο από την αξιοποίηση των εισφορών δεν φέρει ο ίδιος ο ασφαλισµένος, κάτι που θα συνέβαινε αν το σύστηµα ήταν αµιγώς κεφαλαιοποιητικό. Ως εικονικό επιτόκιο συνήθως επιλέγεται ένα µέγεθος που συνδέεται µε µακροοικονοµικές παραµέτρους (ποσοστιαία µεταβολή των αποδοχών των ασφαλισµένων ή ποσοστιαία µεταβολή του ΑΕΠ).
 Κάθε χρόνο οι ασφαλισµένοι λαµβάνουν επίσηµη ενηµέρωση για το ποσό του συσσωρευµένου ασφαλιστικού τους κεφαλαίου. Η ενηµέρωση αυτή µπορεί να γίνεται και ηλεκτρονικά. Έτσι, διασφαλίζεται η πλήρης διαφάνεια στη λειτουργία του συστήµατος. Ο ασφαλισµένος µπορεί να γνωρίζει ανά πάσα στιγµή την κατάσταση της ατοµικής του µερίδας. Στο νέο σύστηµα δεν ενυπάρχουν οι δυσµενείς επιπλοκές από την εφαρµογή του µηχανισµού της διαδοχικής ασφάλισης.
 Στο τέλος του ενεργού βίου το σχηµατισθέν κεφάλαιο αποτελεί το µέτρο της εισφοροδοτικής προσπάθειας του εργαζοµένου (σύστηµα καθορισµένων εισφορών). Ισχύει η αρχή της ισοδυναµίας που σηµαίνει, κατά τη συνταξιοδότηση, ότι η συσσωρευµένη αξία των εισφορών ισούται µε την παρούσα αξία των µελλοντικών καταβολών της σύνταξης. ∆εν θα τίθεται θέµα ποινών πρόωρης συνταξιοδότησης, όπως αυτές που υπάρχοντος συστήµατος, ενώ παρέχεται η ευελιξία για µερική απασχόληση κατά την περίοδο της συνταξιοδότησης. Γενικά, το σύστηµα των εικονικών λογαριασµών επιτρέπει την ελαστική συνταξιοδότηση, την επιλογή δηλαδή από τον ίδιο τον ασφαλισµένο της στιγµής συνταξιοδότησής του, πάνω από ένα καθορισµένο όριο ηλικίας.
 Η σύνταξη είναι αναλογιστικά δίκαιη (actuarially fair), αφού το κεφάλαιο που σχηµατίζεται (ατοµικά) από τις συσσωρευµένες εισφορές του ασφαλισµένου, µετατρέπεται σε ισόβια σύνταξη, µε βάση ένα συντελεστή µετατροπής (ράντα) ο οποίος εξαρτάται και από το προσδόκιµο ζωής της γενεάς του ασφαλισµένου. Λαµβάνεται δηλαδή υπόψη, κατά τον υπολογισµό του ποσού της σύνταξης, το προσδόκιµο όριο ζωής (unisex life expectancy). Το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν υψηλότερο προσδόκιµο επιβίωσης από τους άνδρες, δεν οδηγεί σε διαφοροποίηση της µεταχείρισης µεταξύ ανδρών και γυναικών –θα ήταν, άλλωστε, αντίθετη στην αρχή της ισότητας των φύλων.
 Όλοι οι ανωτέρω παράµετροι του συστήµατος πρέπει να είναι µεταξύ τους συνεπείς, ώστε να αποφεύγεται η ανισορροπία του. Παράλληλα, το σύστηµα µπορεί να έχει ενσωµατωµένους αυτόµατους σταθεροποιητές για την περίπτωση αρνητικών εξελίξεων σε δηµογραφικές ή οικονοµικές παραµέτρους.
Η κρατική χρηµατοδότηση περιορίζεται στην καταβολή των αναλογουσών εισφορών για τους ανέργους, για όσους ασθενούν, γι’ εκείνους που ανατρέφουν παιδιά ή φροντίζουν ηλικιωµένους, κλπ. ∆ηλαδή, το κράτος πιστώνει τον εικονικό συνταξιοδοτικό λογαριασµό των ασφαλισµένων που αδυνατούν να εισφέρουν για κοινωνικούς λόγους που αναγνωρίζεται ότι χρήζουν προστασίας. Η προηγούµενη συµµετοχή του κράτους αποτελεί έκφανση του κοινωνικού του χαρακτήρα.
 Οι εισφορές υπολογίζονται επί των αποδοχών που καταβάλλονται από τον εργοδότη και εργαζόµενο. Όσον αφορά τους αυτοαπασχολούµενους, προτείνεται να καταργηθούν οι κλίµακες τεκµαρτών ασφαλιστέων αποδοχών και οι εισφορές να υπολογίζονται επί του πραγµατικού τους εισοδήµατος από την απασχόληση. Η είσπραξη θα γίνεται από τις Οικονοµικές Υπηρεσίες του κράτους. ʼλλωστε, το ΚΕΑΟ αποτελεί το πρώτο βήµα µιας µεταρρύθµισης µε τελικό στόχο την πλήρη ενσωµάτωση των εσόδων των ασφαλιστικών οργανισµών στη φορολογική διοίκηση.

Β. ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ (ΚΑΘΕΤΗ ΙΣΟΤΗΤΑ), ΧΡΗΜΑΤΟ∆ΟΤΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ
 Με την καθιέρωσή της, η εθνική σύνταξη θα αποκτήσει αυτοτέλεια και θα αποχωριστεί από το πλαίσιο των ασφαλιστικών (αναλογικών) παροχών του κάθε φορέα. Έτσι, θα γίνει ευκολότερη η επικέντρωση στην αναδιανεµητική λειτουργία του κοινωνικού τµήµατος της σύνταξης. Η εθνική σύνταξη δεν µπορεί να σχεδιαστεί κατά τρόπο ασύνδετο προς το όλο συνταξιοδοτικό οικοδόµηµα. Ειδικότερα, η εθνική και η αναλογική σύνταξη θα πρέπει να σχεδιαστούν ως ένα δίδυµο, ως δύο τµήµατα που θα λειτουργούν συµπληρωµατικά. Η κοινωνική σύνταξη πρέπει να καθοριστεί σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να προστατεύει όσους δεν έχουν ένα συνεχή και πλήρη ασφαλιστικό βίο (ατυπικές µορφές απασχόλησης, διαστήµατα ανεργίας). Γενικά, όσα συνταξιοδοτικά συστήµατα εισήγαγαν µηχανισµούς αναλογικής σύνταξης, έλαβαν συγχρόνως µέριµνα για την εγγύηση µιας κοινωνικής σύνταξης.
 Η εθνική σύνταξη δεν θα πρέπει να περιορίζεται σ’ ένα στοιχειώδες ποσό, ιδιαίτερα σε µια εποχή βαθειάς οικονοµικής κρίσης µε ασυνεχή ιστορικά ασφάλισης, µικρή συσσώρευση ασφαλιστικού «πλούτου», χαµηλούς µισθούς (εργαζόµενοι φτωχοί, απλήρωτοι εργαζόµενοι, µακροχρόνια άνεργοι). Στην παρούσα κατάσταση της αγοράς εργασίας η αδιάκοπη εργασιακή σχέση όλο και σπανίζει, ενώ ανθίζουν οι ατυπικές µορφές απασχόλησης. Κατά  συνέπεια, το ύψος της εθνικής δεν είναι δυνατόν να προσδιορίζεται µε απόλυτους δηµοσιονοµικούς όρους, αλλά µε κοινωνικούς δείκτες.
 Η επιτυχία του µέτρου της εθνικής σύνταξης θα εξαρτηθεί από την εύστοχη αναδιανεµητική της λειτουργία προς άτοµα που βρίσκονται κάτω από ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης. Ειδικότερα, η εθνική σύνταξη οφείλει να υπηρετεί ένα σαφή στόχο. Ο στόχος αυτός δεν µπορεί να είναι άλλος από τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Η εθνική σύνταξη θα πρέπει να παρέχει στους ηλικιωµένους τα µέσα µιας ανεκτής διαβίωσης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης, στο οποίο θα έχουν δικαίωµα όλοι οι συνταξιούχοι, θα κλιµακώνεται ανάλογα µε το ύψος της αναλογικής σύνταξης και τα µέλη οικογένειας. Έτσι, η εθνική/ κοινωνική σύνταξη θα πρέπει να µειώνεται προοδευτικά, όχι µόνο όταν αυξάνει η αναλογική σύνταξη, αλλά κι όταν αυξάνει το ατοµικό και οικογενειακό εισόδηµα του δικαιούχου. Αντίθετα, µε την αποδοχή µιας «οικουµενικής» εκδοχής (χωρίς εισοδηµατικά κριτήρια), το µόνο που θα πετυχαίναµε, θα ήταν να συµπιέσουµε το ύψος της εθνικής σύνταξης σε χαµηλά επίπεδα λόγω του υψηλού κόστους της.
 Ο όλος επανασχεδιασµός του συνταξιοδοτικού µας συστήµατος δεν θα πρέπει να γίνει σε βάρος των λιγότερο ευνοηµένων συνταξιούχων. Αντίθετα, θα πρέπει να γίνει προς όφελός τους. Κι αυτό γιατί σε εποχές
οικονοµικής κρίσης δεν θα πρέπει να λησµονούµε το πρόταγµα της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Γ. ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ (ΤΑΜΕΙΟ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
 Προτείνεται η δηµιουργία ενός αποθεµατικού (buffer fund) που θα υποστηρίξει το νέο σύστηµα, κυρίως κατά τη µεταβατική περίοδο. Το κεφάλαιο αυτό θα τροφοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισµό, την περιουσία των Ταµείων, καθώς και από τους συµπληρωµατικούς πόρους που θα µπορέσει να κινητοποιήσει το Κράτος, για την περίοδο µέχρι το 2050. Ένας νέος τέτοιος πόρος µπορεί, λ.χ., να είναι µια εισφορά στους υψηλά αµειβόµενους ή ένας τραπεζικός φόρος ή ένας φόρος στις µεγάλες περιουσίες και γενικά ένας φόρος εκεί που συγκεντρώνεται, παρά την κρίση, ο πλούτος. Επίσης, στο ταµείο θα µπορούσε να κατευθυνθεί η αποκατάσταση των ζηµιών που υπέστησαν οι φορείς από το PSI.
 Ειδικότερα, το αποθεµατικό αυτό : α) θα απορροφά τις ασφυκτικές οικονοµικές πιέσεις προκειµένου οι συντάξεις να µείνουν σ’ ένα αξιοπρεπές επίπεδο. Οι απαιτούµενοι συµπληρωµατικοί πόροι για την περίοδο 2016-2050 θα εκτιµηθούν άµεσα µε βάση σχετική αναλογιστική µελέτη. Ενδεχοµένως, θα πρέπει να εντοπιστούν και άλλοι πόροι πέραν των γενικών φορολογικών εσόδων, β) θα συµβάλλει στη χρηµατοδότηση
των παροχών της µεταβατικής περιόδου. Η µεταβατική περίοδος απαιτεί ένα κεφάλαιο- µηχανισµό που θα την υποστηρίζει.
Ανάλογες προσπάθειες έχουν γίνει, αλλά πρέπει να ενισχυθούν. Λ.χ. µε το ν. 4162/13 ενισχύθηκε η χρηµατοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης από την αξιοποίηση της περιουσίας του ∆ηµοσίου. Για το σκοπό αυτό, ιδρύθηκε εντός του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών «ΑΚΑΓΕ», ειδικός λογαριασµός µε την ονοµασία «Εθνικός Λογαριασµός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών» (ΕΛΚΑΓ), που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Οικονοµικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιµατικής Αλλαγής. Ο ΕΛΚΑΓ τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1). Σκοπός του ΕΛΚΑΓ είναι η δηµιουργία αποθεµατικού για τη χρηµατοδότηση των κλάδων σύνταξηςτων Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και κυρίως για τη διασφάλιση των συντάξεων των νέων γενιών. Πρόκειται για µια προσπάθεια µεταφοράς µέρους του εθνικού πλούτου στις συντάξεις των επόµενων γενεών.
Γενικά, για την αντιµετώπιση των ελλειµµάτων απαιτούνται λύσεις choc σε επίπεδο εξεύρεσης πρόσθετων πόρων. Υπό καθεστώς υποχρηµατοδότησης και απόσυρσης του κράτους δεν µπορεί να αποδώσει καµιά προσπάθεια βελτίωσης της αποδοτικότητας και αποτελεσµατικότητας του συστήµατος.Γενικά, οι διαθέσιµοι κρατικοί πόροι πρέπει να κατευθυνθούν, κατά προτεραιότητα, προς τις κατώτατες συντάξεις και προς την εγγύηση της βιωσιµότητας του συστήµατος. Το «πόσοι» πόροι θα διατεθούν στην κοινωνική ασφάλιση είναι µια κοινωνικοπολιτική επιλογή. Προϋποθέτει ιεράρχηση των κρατικών σκοπών. Η κοινωνική ασφάλιση που αποτέλεσε το κύριο αντίβαρο στην κρίση, πρέπει να αναχθεί σε µια από τις κύριες εθνικές προτεραιότητες.
- Το Ταµείο αυτό θα τροφοδοτείται και από µια ενεργητική διαχείριση των αποθεµατικών των ασφαλιστικών φορέων Η ΑΕ∆ΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισµών, που ιδρύθηκε το 2001 από το ΙΚΑ, τον ΟΓΑ και τον ΟΑΕΕ, αποτελεί την ιδεώδη λύση για την αποτελεσµατική διαχείριση των αποθεµατικών και των λοιπών ασφαλιστικών ταµείων. Τα Ταµεία αυτά (ή ο ενιαίος φορέας αν υλοποιηθεί ο ανωτέρω προτεινόµενος στόχος), θα έχουν την υποστήριξη της ΑΕ∆ΑΚ για τη χάραξη της συνολικής επενδυτικής πολιτικής, την κατανοµή των περιουσιακών στοιχείων ως προς τον επενδυτικό κίνδυνο, την επιλογή των εξωτερικών συµβούλων/διαχειριστών, την τακτική παραγωγή των σχετικών αναφορών και εκθέσεων, κλπ. Τα Ταµεία αυτά θα έχουν την ευχέρεια, ανάλογα µε τον όγκο των αποθεµατικών τους, να συµµετέχουν σε υφιστάµενα αµοιβαία κεφάλαια ή να συγκροτούν εξαρχής δικά τους αµοιβαία κεφάλαια και να επιλέγουν τις δικές τους επενδυτικές επιτροπές και εξωτερικούς διαχειριστές.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
 Πραγµατώνει την αρχή της αναλογικής ισότητας (ίση παροχή για ίση εισφορά). Με τις αναλογικές συντάξεις διατηρείται το επίπεδο ευημερίας που απέκτησε ο εργαζόμενος στην αγοραία διανομή πλούτου με βάση την παροχή της εργασίας του.
 Το σύστηµα είναι εξαιρετικά απλό και µπορεί να το περιγράψει κανείς µε µόνο κάποιες παραµέτρους. Η κατανόηση είναι σοβαρός παράγοντας αποδοχής µιας µεταρρύθµισης.
 Το προτεινόµενο σύστηµα είναι µακροχρόνια βιώσιµο και µε αυτό αποφεύγεται µακροπρόθεσµα η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισµού.
 Το προτεινόµενο σύστηµα διαχωρίζει το ανταποδοτικό από το µη ανταποδοτικό. Ο µετασχηµατισµός του συνταξιοδοτικού µας συστήµατος θα στηριχθεί στην αποσαφήνιση των ρόλων που διαδραµατίζουν σε αυτό το κράτος, οι κοινωνικοί εταίροι (εργοδότες και εργαζόµενοι) και το άτοµο. Ειδικότερα, η αποσαφήνιση των ρόλων θα επιτευχθεί µε το χωρισµό της λογικής ασφάλισης από τους µηχανισµούς της αλληλεγγύης. Θα πρέπει να είναι ορατό τι εισφέρει ο καθένας και τι νοµιµοποιείται να προσδοκά από την κοινωνία. Εκλογικεύοντας τα αντίστοιχα πεδία ευθύνης των εµπλεκοµένων µερών αφενός θα επέλθει οικονοµία πόρων αφετέρου θα αποκατασταθεί η ανταποδοτική δικαιοσύνη. Όταν η αλληλεγγύη αποκτά ξεκάθαρο πεδίο, όπως οµολογείται, γίνεται λιγότερο δαπανηρή. Σήµερα, η σύγχυση µεταξύ ασφάλισης και αλληλεγγύης στο σύστηµά µας, οδηγεί σ’ ένα αδιαφανές
σύνολο που στο βάθος δεν ικανοποιεί κανένα από τα δύο.
 Με το διαχωρισµό προχωράµε σε µια προσαρµογή της χρηµατοδότησης στη διττή φύση της σύνταξης (ανταπόδοση αλλά και εγγύηση ενός βασικού επιπέδου διαβίωσης). Από τη στιγµή που η σύνταξη αναλαµβάνει να εγγυηθεί -συγχρόνως µε την αναπλήρωση του χαµένου εισοδήµατος (ασφαλιστική λειτουργία)- κι ένα ελάχιστο (αξιοπρεπές και βασικό) επίπεδο διαβίωσης, χωρίς άµεση σύνδεση µε τις ασφαλιστικές εισφορές, είναι ανάγκη να
προστρέξει, για τη χρηµατοδότησή της, στην εθνική αλληλεγγύη (άµεση φορολογία). Με άλλα λόγια, η χρηµατοδότηση του προνοιακού τµήµατος (των κατωτάτων ορίων) δεν µπορεί να αναχθεί στη λογική των ασφαλιστικών εισφορών.
 Το σύστηµα γίνεται περισσότερο ευανάγνωστο. Ο κάθε σφαλισµένος γνωρίζει το µέτρο της προσπάθειάς του και γι’ αυτό ανταµείβεται. Επιστροφή του ασφαλιστικού κεφαλαίου που θα κεφαλαιοποιηθεί µε εικονικό επιτόκιο που διαµορφώνεται µε βάση µακροοικονοµικές παραµέτρους.
 Το σύστηµα είναι πλήρως διαφανές. Ο διαχωρισµός του «ανταποδοτικού» από το «µη ανταποδοτικό» είναι ικανός να προσδώσει µια µεγαλύτερη διαφάνεια στο συνταξιοδοτικό σύστηµα. Με τον τρόπο αυτό, οι ασφαλισµένοι γνωρίζουν καλύτερα «τι» αναλογεί στην εισφοροδοτική τους προσπάθεια και «ποιο» είναι το τµήµα κοινωνικής αλληλεγγύης του συστήµατος. Οι διακριτοί ρόλοι δεν δηµιουργούν αβάσιµες προσδοκίες. Οι ασφαλισµένοι
ενηµερώνονται ετησίως για το ποσό του συσσωρευµένου ασφαλιστικού κεφαλαίου τους.
 Επιτρέπει την ελαστική ηλικία συνταξιοδότησης. Ο διαχωρισµός των «προνοιακών» από τις «ασφαλιστικές» παροχές και η συνακόλουθη ενίσχυση της αναλογικότητας της σύνταξης αυξάνει τα περιθώρια των ατοµικών επιλογών. Αποµονώνοντας το «ανταποδοτικό» κοµµάτι της σύνταξης, είναι δυνατόν να µεταφερθεί στο ίδιο το άτοµο το βάρος (ευθύνη) των επιλογών, των
συµβιβασµών ανάµεσα στην εργασία και τη σύνταξη. Ο ασφαλισµένος θα µπορεί να αποφασίζει µόνος του τη στιγµή της συνταξιοδότησής του. ∆ηλαδή, επέρχεται αποδέσµευση από ένα τυποποιηµένο όριο µε «τιµωρία» (πριν) και επιβράβευση (µετά). Το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης µπορεί να κυµαίνεται από 62ο µέχρι 67ο.
 Μπορεί να προβλέπει πλασµατικούς χρόνους για διάφορους κοινωνικούς λόγους. Το κράτος θα καταβάλλει τις αναλογούσες εισφορές γι’ αυτούς τους πλασµατικούς χρόνους (για τους ανέργους, τη στρατιωτική θητεία, την ανατροφή τέκνων, κλπ).
 Η ρευστοποίηση του κεφαλαίου των εισφορών (συνταξιοδότηση) δεν απαγορεύει την επάνοδο στην εργασία για τη συµπλήρωσή του, µάλιστα χωρίς «ποινές» (περικοπές). Επιτρέπει την επαγγελµατική κινητικότητα χωρίς την απώλεια ασφαλιστικών δικαιωµάτων. Η απλή πίστωση του ατοµικού λογαριασµού µε τις καταβαλλόµενες εισφορές επιτρέπει την αλλαγή απασχόλησης, χωρίς απώλεια ασφαλιστικών δικαιωµάτων.
 Ανοσοποιεί, κατά τους εµπνευστές του, από τις εκάστοτε πολιτικές επιρροές το σύστηµα το οποίο καθίσταται αυτορρυθµιζόµενο, δηλαδή προσαρµόζεται από µόνο του στα εκάστοτε οικονοµικά και δηµογραφικά δεδοµένα.
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
 Χωρίς την εισαγωγή της εθνικής σύνταξης, το σύστηµα θα ήταν αυστηρά αναλογικό. Ο τονισµός της σύνδεσης παροχών και εισφορών επιτείνει τις ανισότητες µεταξύ πλήρους και επισφαλούς απασχόλησης. Το µελλοντικό συνταξιοδοτικό σύστηµα θα αποβεί σε βάρος κυρίως όσων απασχολούνται µε ατυπικές µορφές απασχόλησης και γενικά χαρακτηρίζονται από χαµηλή απασχολησιµότητα. Η ασυνέχεια στην απασχόληση λόγω µεσοδιαστηµάτων ανεργίας θα οδηγεί στις ελάχιστες (κοινωνικού χαρακτήρα) παροχές. Για το λόγο αυτό,το σύστηµα συµπληρώνεται µε την εθνική σύνταξη, που λειτουργεί αναδιανεµητικά και προστατεύει όσους δεν έχουν σταθερό εργασιακό βιογραφικό.
 Οι αυτόµατοι οικονοµικοί σταθεροποιητές που ενσωµατώνονται από ένα τέτοιο σύστηµα, µεταφέρουν το βάρος της βιωσιµότητας (δηµογραφική γήρανση, µείωση ρυθµών ανάπτυξης) από το κράτος στα άτοµα. Οι µειώσεις θα επέρχονται αυτόµατα και δεν θα εξαρτώνται από δύσκολες πολιτικές αποφάσεις (it takes the politics out of pensions). Για το λόγο αυτό, προτείνεται η δηµιουργία του ταµείου για την κάλυψη των ελλειµµάτων.
 Το NDC δεν είναι µακροχρόνια δοκιµασµένο. Όµως, µια σειρά χώρες έχουν ήδη υιοθετήσει τις κατευθύνσεις του. Γενικά, στο χώρο των συνταξιοδοτικών πολιτικών θεωρείται µια καλή πρακτική (βλ. συγκριτικό µέρος).
 Απαιτείται µακρά µεταβατική περίοδο, για την πλήρη απόδοση του συστήµατος.
 Το νέο σύστηµα δεν προχωρά σε διαφοροποίηση των κοινωνικο- οικονοµικών οµάδων που υπάγονται σε αυτό. Λόγω του ότι το προσδόκιµο της επιβίωσης είναι υψηλότερο για τους πλουσιότερους, η χρήση ενός ενιαίου προσδόκιµου επιβίωσης για όλους τους συνταξιούχους, ουσιαστικά οδηγεί σε µια αντίστροφη αναδιανοµή.Οδηγούµαστε σ’ ένα εξατοµικευµένο σύστηµα, όπου το τελικό ποσό της σύνταξης είναι αβέβαιο.
 Ο ισχυρισµός ότι οι εικονικοί λογαριασµοί ανοσοποιούν πολιτικά το σύστηµα δεν ευσταθεί, γιατί η επιλογή των παραµέτρων (του συστήµατος) καθορίζονται νοµοθετικά και άρα εισέρχονται στην πολιτική αρένα.
 ∆εν επιλύεται το ζήτηµα της απασχόλησης. Ωστόσο, το προτεινόµενο σύστηµα δηµιουργεί κίνητρα για την παραµονή στην αγορά εργασίας.Θα πρέπει το σύστηµα να συµπεριλάβει ειδικές προβλέψεις για όσους ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλµατα, καθώς και για τις συντάξεις αναπηρίας και επιζώντων.
2. ΚΑΠΟΙΕΣ ∆ΙΑΤΥΠΩΘΕΙΣΕΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ
- ∆ιατυπώθηκε η άποψη της εισαγωγής του νέου συστήµατος χωρίςεσµοθέτηση της λεγόµενης «ρήτρας µηδενικού ελλείµµατος». Οι
µηχανισµοί αυτόµατης σταθεροποίησης (automatic balancing
mechanism) αφορούν φυσιολογικές οικονοµικές περιόδους. Κατά
τη διάρκεια µιας σοβαρής οικονοµικής κρίσης, οι µηχανισµοί
αυτοί λειτουργούν αντίστροφα, δηλαδή ως «αποσταθεροποιητές της
οικονοµίας» (automatic destabilizers). Γι’ αυτό έχει ανοίξει
διεθνώς η συζήτηση για την καταλληλότητά τους. Από τον ΟΟΣΑ
προτείνεται η περιορισµένη εφαρµογή τους. Γενικά, δεν θα πρέπει
να οδηγούν στη µείωση του επιπέδου των παροχών κάτω από ένα
αποδεκτό όριο. Η αλήθεια είναι ότι οι αυτόµατοι σταθεροποιητές
εξασφαλίζουν τη βιωσιµότητα του συστήµατος, όχι όµως την
επάρκεια των παροχών.
- Πρόταση για εθνική σύνταξη συνδεδεµένη µε το κατώφλι της
σχετικής φτώχειας που θα χορηγείται χωρίς εισοδηµατικά κριτήρια.
Το συνολικό καταβαλλόµενο ποσό σύνταξης, µέρος του οποίου θα
αποτελεί η εθνική σύνταξη, θα προκύπτει από την προσθήκη στην
εθνική σύνταξη της ανταποδοτικής.
- Σε ένα σύστηµα εικονικών λογαριασµών καθορισµένης εισφοράς
θα πρέπει για την αναπηρία και το θάνατο του προστάτη
οικογένειας να υιοθετηθούν ειδικά προστατευτικά µέτρα. Το
σύστηµα των εικονικών λογαριασµών δεν είναι συµβατό µε τους
κινδύνους αυτούς.
- Υιοθέτηση ειδικής ρύθµισης για τα βαρέα και ανθυγιεινά
επαγγέλµατα. Οι εικονικοί λογαριασµοί δεν λαµβάνουν υπόψη ότι
κάποια επαγγέλµατα περικλείουν κινδύνους για την υγεία και την
ασφάλεια των εργαζοµένων. Η προστασία της κατηγορίας αυτής
των επαγγελµάτων θεωρείται επιβεβληµένη. Η απασχόληση σε
ορισµένες βαριές και ανθυγιεινές εργασίες αντισταθµίζεται µε τη
23
µείωση του ορίου ηλικίας. Κανονικά, η µείωση αυτή δεν θα
έπρεπε να είχε θεσµοθετηθεί παρά µόνο για εκείνες τις εργασίες
που παραµένουν επιβλαβείς για την υγεία του εργαζοµένου και
µετά τη λήψη κάθε προβλεπόµενου µέτρου υγιεινής και ασφάλειας
στους χώρους εργασίας.
3. ΜΗ ΠΡΟΚΡΙΘΕΙΣΑ ΕΠΙΛΟΓΗ
∆ΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ Ν. 3863/10 – Ν. 3865/10
 Προτείνεται η παραµονή στη λογική του διανεµητικού συστήµατος
καθορισµένων παροχών µε βελτιωτική παρέµβαση στις παραµέτρους
του, καθώς και στις µεταβατικές περιόδους (συντοµεύεται η µετάβαση).
Η αρχιτεκτονική του ν. 3863/10 και 3865/10 στηρίζεται στη
διχοτόµηση της σύνταξης σε δύο τµήµατα, τη βασική και την αναλογική.
Το σύστηµα αυτό σε σχέση µε το ισχύον είναι πιο αναλογικό : λαµβάνει
ως βάση τις αποδοχές όλου του εργασιακού βίου και µειώνει τους
συντελεστές αναπλήρωσης. Η βασική σύνταξη, σύµφωνα µε τους ν.
3863/10 και 3865/10 χορηγείται χωρίς εισοδηµατικά κριτήρια.
 Ι. ΚΥΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ
 Εφαρµογή νόµων 3863/10 και 3865/10, µε βελτιώσεις, σε όλους
τους ασφαλισµένους, πλην του ΟΓΑ. Περιορισµός του χρόνου καθ’
ολοκληρία εφαρµογής του νέου τρόπου υπολογισµού : είτε µε πλήρη
εφαρµογή του νέου συστήµατος από συγκεκριµένη ηµεροµηνία (π.χ. 1-
1-2020), είτε µε επιτάχυνση της µεταβατικής περιόδου (π.χ. από 1-1-
2018 λαµβάνεται υπόψη ο µέσος όρος αποδοχών που αντιστοιχεί στο
χρόνο ασφάλισης από 1-1-1995 έως τη συνταξιοδότηση και από 1-1-
2021 ο µέσος όρος αποδοχών όλου του ασφαλιστικού βίου, ή µε πολύ
σύντοµη εφαρµογή του µέσου όρου αποδοχών της τελευταίας
εικοσαετίας). Εξέταση δυνατότητας βελτίωσης των συντελεστών
αναπλήρωσης για εκτεταµένο χρόνο ασφάλισης, ώστε να υπάρχει κίνητρο
παραµονής στην ασφάλιση.
 Ο ΟΓΑ µένει εκτός νέου τρόπου υπολογισµού. Ειδικότερα, προτείνεται,
αντί του αναµενόµενου τριπλασιασµού των εισφορών για τον Οργανισµό
αυτό : περιορισµός του χρόνου κατάργησης της βασικής σύνταξης µέχρι
το 2020, από το 2026 που προβλέπεται σήµερα. Αύξηση των σηµερινών
εισφορών κατά 30 έως 40% ή αύξηση των εισφορών από την αναλογία 1
Αγρότης –2 Κράτος σε 2 Αγρότης – 1 Κράτος µε αντίστοιχη βελτίωση της
κύριας (ανταποδοτικής) σύνταξης.
 ΙΙ. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
 Προτεινόµενες διορθωτικές παρεµβάσεις : εφαρµογή συστήµατος
ελεγχόµενου ελλείµµατος αντί της ρήτρας µηδενικού ελλείµµατος, όπου
θα υπάρχει minimum κρατικής χρηµατοδότησης και µε τη
χρηµατοδότηση που θα συναθροίζεται στα έσοδα, θα λειτουργεί το
σύστηµα της ρήτρας µηδενικού ελλείµµατος, επιτάχυνση εφαρµογής
24
του νέου τρόπου υπολογισµού των συντάξεων ΕΤΕΑ, νοµοθέτηση
δυνατότητας εξόδου από ΕΤΕΑ και σύστασης Ταµείων Επαγγελµατικής
Ασφάλισης, όσων δεν επιθυµούν την παραµονή τους στο Ενιαίο Ταµείο.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
- ∆ιαχωρισµός ανταποδοτικού από µη ανταποδοτικό στοιχείο στις
συντάξεις. Το συνταξιοδοτικό σύστηµα γίνεται πιο διαφανές.
- Γίνεται ευκολότερη µετάβαση στο νέο συνταξιοδοτικό καθεστώς.
- Καταργούνται τα αντικίνητρα ασφάλισης. Οι συντελεστές αναπλήρωσης
της αναλογικής σύνταξης κλιµακώνονται ανάλογα µε το χρόνο
ασφάλισης. Όσο µεγαλύτερος είναι ο χρόνος ασφάλισης τόσο υψηλότεροι
είναι οι συντελεστές. Σε αποκλειστικό κριτήριο ανάγεται πλέον η
ενθάρρυνση της παραµονής στην εργασία και η αύξηση του µέσου
χρόνου ασφάλισης.
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
- Απαντά στη µακροχρόνια βιωσιµότητα, αφού µειώνει τις δαπάνες του
συστήµατος από το 2050. ∆εν αντιµετωπίζει όµως το πρόβληµα άµεσα.
Mια γρηγορότερη εφαρµογή του ενδεχοµένως να απάλυνε την αδυναµία
αυτή.
- Για να αποδώσει επαρκείς συντάξεις, προϋποθέτει ολοκληρωµένα
ασφαλιστικά ιστορικά, µακρό εργασιακό βίο και υψηλές αποδοχές.
- Χορηγεί συντάξεις αναλογικές, αφού λαµβάνει ως βάση υπολογισµού
της σύνταξης τις αποδοχές όλου του εργασιακού βίου.
- Και το σύστηµα αυτό περιέχει µηχανισµούς για την αυτόµατη
αναθεώρησή του σε περίπτωση αλλαγής των βασικών παραµέτρων του,
όπως είναι τα δηµογραφικά δεδοµένα. Έτσι, τα τελευταία
αναπροσαρµόζονται από το 2021 µε βάση τους δηµογραφικούς δείκτες
για το προσδόκιµο επιβίωσης µε σηµείο αναφοράς το 65ο έτος (άρθρο
11, παρ. 3 ν. 3863/10 - άρθρο 7 παρ.3 ν. 3865/10). Ακόµη, η
εξάρτηση και των ελάχιστων παροχών από τις δηµοσιονοµικές
δυνατότητες διαφαίνεται στον καθορισµό του ύψους της βασικής
σύνταξης κατά το νέο ασφαλιστικό. Το ποσό της βασικής σύνταξης
συνιστά απλώς ένα ποσό αναφοράς, αφού θα αναπροσαρµόζεται κατ’ έτος
µε κοινή Υπουργική Απόφαση Υπουργών Οικονοµικών και Εργασίας,
Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνική Πρόνοιας στη βάση συντελεστή
που θα διαµορφώνεται κατά 50% από τη µεταβολή του ΑΕΠ και κατά
50% από τη µεταβολή ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή του προηγούµενου
έτους και δεν θα υπερβαίνει την ετήσια µεταβολή του ∆είκτη Τιµών
Καταναλωτή (άρθρα 2, παρ. 1 και 11 παρ. 1 ν. 3863/10 – άρθρο 3 παρ.
1 και 7 παρ.1 ν. 3865/10).

25
VII. Η ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
 Από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας και του
Ελεγκτικού Συνεδρίου προκύπτουν τα ακόλουθα γενικά συµπεράσµατα:
1.Βασικό περιεχόµενο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως είναι η,
έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισµένου από την
επέλευση ασφαλιστικών κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία, θάνατος)
οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται. Η προστασία έγκειται
σε παροχή η οποία εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως όσο
το δυνατόν εγγύτερο εκείνου που είχε κατακτηθεί κατά την διάρκεια του
εργασιακού βίου.
2. Το Κράτος εγγυάται την βιωσιµότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου και
την επάρκεια των παροχών υποχρεούµενο σε χρηµατοδότηση µέσω του
κρατικού προϋπολογισµού. Όριο στην ελευθερία επιλογής του ύψους της
κρατικής χρηµατοδοτήσεως αποτελεί η διασφάλιση παροχής για
αξιοπρεπή διαβίωση, υπό την έννοια της χορηγήσεως συντάξεως η οποία
θα εξασφαλίζει στους συνταξιούχους επίπεδο ζωής που δεν θα αφίσταται
ουσιωδώς εκείνου που είχαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου
και όχι τέτοιας που θα εξασφαλίζει τη διαβίωση απλώς πάνω από το όριο
της φτώχειας.
3. Το Σύνταγµα δεν εγγυάται το ύψος της συντάξεως που προσδοκά να
λάβει ο ασφαλισµένος. ∆εν κατοχυρώνει δε την πλήρη αναλογία
εισφορών και παροχών. Τούτο δε έχει ως συνέπεια εν όψει της
επιδιώξεως της ικανοποιήσεως της κοινωνικής αλληλεγγύης (βλ. άρθρο
24 παρ. 5 του Συντ/τος), ότι δεν παραβιάζονται οι συνταγµατικές
διατάξεις από την καταβολή συντάξεως µικρότερης από αυτήν που θα
ελάµβανε ο δικαιούχος αν εφαρµοζόταν αµιγώς ανταποδοτικό σύστηµα
υπολογισµού των παροχών.
4. Το Σύνταγµα δεν αποκλείει την µείωση ήδη απονεµηθεισών παροχών.
Η σχετική δυνατότητα του νοµοθέτη δεν είναι απεριόριστη, αλλά
οριοθετείται από τις αρχές της αναλογικότητας (25 παρ. 1), της ισότητας
συµµετοχής στα δηµόσια βάρη (4 παρ. 5) και της κοινωνικής
αλληλεγγύης (25 παρ. 4). Εποµένως, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.
Απαραίτητη προϋπόθεση η προηγούµενη σύνταξη ειδικής,
εµπεριστατωµένης και επιστηµονικά τεκµηριωµένης µελέτης από την
οποία να προκύπτει ότι α) η µείωση είναι σύµφωνη προς τις ως άνω
συνταγµατικές αρχές και β) οι επιπτώσεις της µειώσεως δεν έχουν
αποτέλεσµα που ισοδυναµεί µε παραβίαση του πυρήνα του
κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώµατος, δηλαδή παροχή αξιοπρεπούς
διαβιώσεως.
5. Ο νοµοθέτης είναι ελεύθερος να οργανώσει το ασφαλιστικό σύστηµα,
υπό τον όρο ότι η υποχρεωτική ασφάλιση παρέχεται αποκλειστικά από
το ίδιο το Κράτος ή από ΝΠ∆∆. Είναι δυνατή η συγχώνευση
ασφαλιστικών φορέων σε ήδη υφιστάµενο ή το πρώτον δηµιουργούµενο
υπό την προϋπόθεση της συντάξεως µελέτης από την οποία να προκύπτει
η βιωσιµότητα του συγχωνεύοντος ή του νέου ασφαλιστικού φορέα.
Εν όψει τούτων:
26
 Η δηµιουργία ενός φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως µε ένταξη σ’ αυτόν
των όλων φορέων ασφαλίσεως (κύριας, επικουρικής και εφ’ άπαξ
παροχών) µε ενιαίους κανόνες για παλαιούς και νέους ασφαλισµένους
δεν αντίκειται στο Σύνταγµα υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζεται σε
µελέτη βιωσιµότητας. Ο ανακαθορισµός των συντάξεων των ήδη
συνταξιούχων µε αναφορά στον νέο, ενιαίο, τρόπο υπολογισµού της
κύριας και επικουρικής συντάξεως για παλαιούς και νέους
ασφαλισµένους, εφ’ όσον συνεπάγεται µείωση των συντάξεων, δεν
αντίκειται στο Σύνταγµα υπό την προϋπόθεση ότι σέβεται τις αρχές της
ισότητας της συµµετοχής στα δηµόσια βάρη και της κοινωνικής
αλληλεγγύης. ∆εν είναι επιτρεπτή µείωση η οποία εν τοις πράγµασι
ισοδυναµεί µε παροχή που δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση. Τα
σχετικά συµπεράσµατα πρέπει να προκύπτουν από επιστηµονική
µελέτη.
 Το Σύνταγµα δεν επιβάλλει σύστηµα κοινωνικής ασφαλίσεως
καθορισµένων παροχών. Η καθιέρωση διανεµητικού συστήµατος
συντάξεων µε καθορισµένες εισφορές, συµπληρούµενου µε εθνική
σύνταξη χρηµατοδοτούµενη από τον κρατικό προϋπολογισµό, είναι
συµβατή µε το Σύνταγµα υπό την προϋπόθεση ότι οδηγεί σε παροχές µε
ικανοποιητικό ποσοστό αναπληρώσεως του εισοδήµατος από τον
εργασιακό βίο. Το ποσοστό αναπληρώσεως που θα επιτυγχάνεται µε το
σύστηµα καθορισµένων εισφορών επιτρέπει τον έλεγχο του κατά πόσο το
σύστηµα διασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως των
συνταξιούχων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ (∆ΗΜΟΣΙΑ) ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Η Ι∆ΡΥΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
(ΠΛΗΡΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΤΙΚΟ)
 Οι επικουρικές συντάξεις αφενός στοχεύουν στη συµπλήρωση των κύριων
συντάξεων, αφετέρου αποτελούν τον κύριο µοχλό για τη µείωση του συνολικού
µακροχρόνιου κόστους του εθνικού συστήµατος συντάξεων. Οι επικουρικές συντάξεις
είναι του τύπου «καθορισµένων εισφορών». Κάθε ασφαλισµένος διαθέτει Ατοµικό
Λογαριασµό στον οποίο συσσωρεύεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, για την εξέλιξη του
οποίου ενηµερώνεται ετησίως.
 Το νέο σύστηµα επικουρικών συντάξεων θα εκκινήσει εκ του µηδενός, µε την έννοια
ότι η υπαγωγή στην ασφάλιση και η έναρξη της κεφαλαιοποίησης θα ξεκινήσει µε τη
θέσπιση και τη λειτουργία του επικουρικού ταµείου και θα καλύπτει όλους τους
εργαζόµενους. Η διαδικασία των επενδύσεων των αποθεµατικών είναι καίριας σηµασίας
για την επίτευξη των στόχων. Ανατίθεται υποχρεωτικά στην ΑΕ∆ΑΚ Ασφαλιστικών
Οργανισµών. Προβλέπεται διαδικασία Contracting-out: όσοι επιλέξουν να µην
ενταχτούν στο παραπάνω επικουρικό ταµείο, θα πρέπει να συµµετέχουν υποχρεωτικά
σε Ταµείο Επαγγελµατικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) το οποίο θα προσφέρει τουλάχιστον
ισοδύναµη κάλυψη µε αυτήν του υποχρεωτικού επικουρικού ταµείου. Θα υπάρχει η
ευχέρεια στους πολίτες να επιστρέψουν, αν το επιθυµούν, στο δηµόσιο σύστηµα,
µεταφέροντας και τα αναλογούντα αποθεµατικά.
27
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΤΟΥΣ ΡΟΛΟΥ
 Τα ΤΕΑ, φορείς συµπληρωµατικής ασφάλισης, οργανώνονται προαιρετικά και
χρηµατοδοτούνται από τους ενδιαφερόµενους εργαζόµενους και εργοδότες
(περιλαµβανόµενου και του ∆ηµοσίου, ως εργοδότη).Ο κύριος σκοπός τους είναι η
κλαδική διαφοροποίηση των εργαζοµένων ως προς τις συνταξιοδοτικές παροχές.
Υπάγονται στην χρηµατοοικονοµική εποπτεία του κράτους καθώς και στην Ευρωπαϊκή
ασφαλιστική νοµοθεσία για την εποπτεία των ταµείων συντάξεων. Για τα ΤΕΑ δεν
υφίσταται κρατική εγγύηση των παροχών, αλλά τα ταµεία αυτά µπορούν να συγκροτούν
Guarantee Funds. Είναι ανάγκη πάντως να βελτιωθεί η υφιστάµενη νοµοθεσία όσον
αφορά τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι φορείς που
αναλαµβάνουν τη διαχείριση των ΤΕΑ.
 Επειδή στην Ελλάδα µεγάλος αριθµός εργαζοµένων ανήκει σε µικρό-µεσαίες
επιχειρήσεις ή είναι αυτοαπασχολούµενοι, πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα να
συµµετέχουν σε Ανοιχτά Ταµεία Επαγγελµατικής Ασφάλισης, ώστε να συµπληρώνουν
µε δικά τους µέσα το επίπεδο προστασίας που προσφέρει η Πολιτεία. Τα απαιτούµενα
Ανοιχτά Ταµεία δεν θα υπερβαίνουν τα πέντε (5) και θα υπάρχουν αυστηρές
προδιαγραφές για τους φορείς που θα µπορούν να συστήνουν και να λειτουργούν τέτοια
ταµεία. Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλµατα (ΒΑΕ). Το πρόβληµα των ΒΑΕ µπορεί να
λυθεί οριστικά µε την υπαγωγή όλων των σχετικών κλάδων (παλαιών και νέων) σε ένα
ιδιαίτερο Ταµείο Επαγγελµατικής Ασφάλισης Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελµάτων.
Το άθροισµα των ασφαλιστικών εισφορών για τα ΒΑΕ ανέρχεται στο 5.6% και στο
πλαίσιο ενός ΤΕΑ µπορεί να αποφέρει ένα πρόσθετο ποσοστό αναπλήρωσης της τάξης
του 25%. Εάν υπαχθούν και οι παλαιοί ασφαλισµένοι θα πρέπει να καλυφθούν τα
αποθεµατικά για «past service». Εάν επιλεγούν πιο πρόσφατες περίοδοι ασφάλισης (ή
µόνον οι ασφαλισµένοι µετά την έναρξη του νέου ταµείου), τότε το πρόβληµα της
πρόσθετης αποθεµατοποίησης περιορίζεται ανάλογα. Μια τέτοια ρύθµιση θα επιτρέψει
στους ενδιαφερόµενους να αυξήσουν τις επιλογές τους για πρόωρη συνταξιοδότηση.
 Γίνεται φανερό ότι το µέλλον των ΤΕΑ εξαρτάται από την υποταγή της λειτουργίας
τους σε µια κοινωνική αποστολή, καθώς και από µια γενναία φορολογική ενθάρρυνση.
Αν τα ΤΕΑ δεν αποκτήσουν ένα διακριτό ρόλο, διαφορετικό από εκείνον της ιδιωτικής
(αγοραίας) ασφάλισης, δεν πρόκειται να αναπτυχθούν στο χώρο της συµπληρωµατικής
ασφάλισης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ
ΕΚΛΟΓΙΚΕΥΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟ∆ΟΤΙΚΕΣ ∆ΑΠΑΝΕΣ :
Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΑΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΘΑ ΜΕΙΩΣΕΙ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟ∆ΟΤΙΚΗ
∆ΑΠΑΝΗ
 Η µη αυστηρή οριοθέτηση ανάµεσα στην κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική
πρόνοια –δηλαδή, ανάµεσα σε δύο διαφορετικούς θεσµούς- αποβαίνει σε βάρος της
πρώτης. Η ανάληψη του βάρους των προνοιακών παροχών από τα ασφαλιστικά Ταµεία
δεν εξασφαλίζεται µε αντίστοιχη κρατική χρηµατοδότηση. Το αποτέλεσµα είναι να
εµφανίζονται αυξηµένες οι συνταξιοδοτικές δαπάνες και να δίνουν µια εσφαλµένη
εντύπωση, αφού ουσιαστικά ενσωµατώνουν και ορισµένα προνοιακά προγράµµατα. Η
µετάθεση του βάρους κάλυψης των κοινωνικών αναγκών στις ασφαλιστικές εισφορές
θίγει ανεπανόρθωτα την αρχή της ισότητας και την ειδικότερη έκφανσή της που είναι η
ισότητα στα βάρη. Ένας λογιστικός διαχωρισµός προνοιακών και ασφαλιστικών
παροχών προβλέφθηκε ήδη στο άρθρο 39 ν. 3863/10.
 Η κοινωνική πρόνοια δεν αποσκοπεί στην κάλυψη τυποποιηµένων µελλοντικών
κινδύνων, όπως ισχύει µε την κοινωνική ασφάλιση. Η πρόνοια προστατεύει µε ειδικές
28
ρυθµίσεις άτοµα ή ευπαθείς οµάδες (ΑµΕΑ, πολυτέκνους, υπερήλικες κ.ά.),
προκειµένου να εξασφαλισθεί η αξιοπρεπής διαβίωσή τους και η συµµετοχή τους στη
κοινωνική και οικονοµική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα προνοιακά προγράµµατα
προβλέπουν περιορισµένη, αλλά άµεση, υποστήριξη για τα ιδρύµατα προστασίας των
παιδιών, των αναπήρων και άλλων κοινωνικά ευπαθών οµάδων, ενώ η χρηµατοδότηση
των φορέων κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι οπωσδήποτε εγγυηµένη.
 Επιπλέον, η κοινωνική ασφάλιση βασίζει κανονικά τις παροχές της σε κυµαινόµενες
ασφαλιστικές εισφορές και στην αναλογιστική τεχνική που «διασφαλίζει» αφενός
επάρκεια των παροχών και αφετέρου βιωσιµότητα των φορέων που τις χορηγούν.
Αντίθετα, η κοινωνική πρόνοια χρηµατοδοτείται κανονικά από φορολογικούς πόρους,
µε βάση την προϋπολογισµένη εκτίµηση κοινωνικών αναγκών, σύµφωνα και µε τις
οργανωτικές δυνατότητες της κοινωνικής διοίκησης. Συνεπώς, η σύνδεση της
κοινωνικής πρόνοιας µε την κοινωνική ασφάλιση, ιδίως µε τη µορφή που η τελευταία
έχει λάβει σήµερα, δεν είναι καθόλου αυτονόητη.
 Ωστόσο, αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι, παρά τις εµφανείς διαφορές σε σκοπούς
και τεχνικές, στο υφιστάµενο σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης εντοπίζονται παροχές µε
στοιχεία προνοιακού χαρακτήρα και είναι οι ακόλουθες:
1. Σύνταξη ανασφάλιστων υπερηλίκων (ΟΓΑ)
 Σύµφωνα µε το άρθρο 31 του Ν. 4331/2015, (ΦΕΚ 69Α΄/2-7-15), για τη χορήγηση
της σύνταξης σε ανασφάλιστους υπερήλικες, απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες
προϋποθέσεις:
α) Να έχουν συµπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους.
β) Να µην λαµβάνουν σύνταξη από οποιονδήποτε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή το
∆ηµόσιο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό µεγαλύτερη από το πλήρες ποσό της
συνταξιοδοτικής παροχής, λόγω γήρατος, του άρθρου 4 του ν. 4169/1961. Στην
περίπτωση εγγάµων ο ή η σύζυγος να µην λαµβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή
µεγαλύτερη από το πλήρες ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής, λόγω γήρατος, του
άρθρου 4 του ν. 4169/1961.
γ) Να µην δικαιούνται σύνταξη από οποιονδήποτε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή το
∆ηµόσιο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, µε εξαίρεση τις συντάξεις που χορηγούνται στους
αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης, σύµφωνα µε το ν. 1813/1988, όπως ισχύει.
δ) Να διαµένουν µόνιµα και νόµιµα στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα (10) έτη πριν την
υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση και εξακολουθούν να διαµένουν κατά τη
διάρκεια της συνταξιοδότησής τους.
ε) Το συνολικό ετήσιο ατοµικό φορολογητέο εισόδηµά τους, καθώς και το
απαλλασσόµενο ή φορολογούµενο µε ειδικό τρόπο εισόδηµα να µην υπερβαίνει το
ποσό των 4.320 ευρώ ή, στην περίπτωση εγγάµων, το συνολικό ετήσιο οικογενειακό
φορολογητέο εισόδηµα, καθώς και το απαλλασσόµενο ή φορολογούµενο µε ειδικό
τρόπο εισόδηµα να µην υπερβαίνει το ποσό των 8.640 ευρώ.
 2. Βασική σύνταξη (ΟΓΑ)
 Στους συνταξιοδοτούµενους από τον Κλάδο µε δέκα πέντε (15) έτη ασφάλισης και
καταβολής εισφορών στον ΟΓΑ χορηγείται η βασική σύνταξη (σύνταξη χωρίς εισφορές)
µε τις ίδιες χρονικές προϋποθέσεις, µειωµένη ανάλογα µε το έτος έναρξης της
συνταξιοδότησης, εφόσον δεν λαµβάνουν σύνταξη από οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής
ασφάλισης, ελληνικό ή ξένο, µε εξαίρεση την πολεµική σύνταξη, τη σύνταξη που
καταβάλλεται από το Ελληνικό ∆ηµόσιο στα θύµατα ή αναπήρους που έπαθαν στην
Υπηρεσία τους και εξαιτίας αυτής, τη σύνταξη που χορηγεί το Ταµείο Επικουρικής
Ασφάλισης Αρτοποιών στους ασφαλισµένους του, τη χορηγία των ∆ηµάρχων και
Προέδρων Κοινοτήτων και τη σύνταξη από το εξωτερικό, εφόσον είναι µικρότερη της
σύνταξης του ΟΓΑ ή έχει χορηγηθεί από χώρα µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή χώρα
µε την οποία έχει συναφθεί διµερής σύµβαση κοινωνικής ασφάλειας. Από 1-1-2027
δεν θα χορηγείται βασική σύνταξη.
 3. Κατώτατα όρια σύνταξης (για την ενίσχυση των χαµηλοσυνταξιούχων)
 Εκτός από τις γνήσιες ανταποδοτικές συνταξιοδοτικές παροχές, το ελληνικό
σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης προβλέπει την εφαρµογή της τεχνικής των κατώτατων
29
ορίων συντάξεων, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα υιοθέτησης «σύνθετων
µηχανισµών» προστασίας για την κάλυψη ατόµων που δεν θεµελιώνουν δικαιώµατα σε
επαρκείς παροχές από το σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης. Στην ιστορική του εξέλιξη, ο
θεσµός των κατώτατων ορίων λειτούργησε ως δικλείδα ασφαλείας για τα άτοµα που δεν
συµπληρώνουν τις προϋποθέσεις (ηµέρες ασφάλισης και αντίστοιχες εισφορές) για
λήψη επαρκούς σύνταξης ανταποδοτικού τύπου. Αµβλύνθηκαν έτσι οι ανταποδοτικές
διαστάσεις του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα µας προς όφελος των
εργαζοµένων εκείνων που δεν θα µπορούσαν να δικαιολογήσουν µε τις εισφορές τους τη
χορήγηση µιας αξιοπρεπούς παροχής από τους ασφαλιστικούς φορείς.
 4. Επίδοµα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ)
 Θεσµοθετήθηκε την 1η Ιουλίου 1996 και αφορά τόσο τους συνταξιούχους του
∆ηµοσίου και τους εξοµοιούµενους µε αυτούς, όσο και τους συνταξιούχους γήρατος,
αναπηρίας και θανάτου των Οργανισµών Κοινωνικής Ασφάλισης αρµοδιότητας του
Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του ΝΑΤ, εκτός του ΟΓΑ.
 5. Επίδοµα απόλυτης αναπηρίας ή συµπαράστασης
 Ο νοµοθέτης, αναγνωρίζοντας ότι πρέπει να συνδράµει τους ασφαλισµένους
αναπήρους, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση που απαιτεί συνεχή επίβλεψη
περιποίηση και συµπαράσταση άλλου προσώπου, αποφάσισε, µε την παρ. 10 του
άρθρου 29 Α.Ν. 1846/1951, τη χορήγηση του επιδόµατος απόλυτης αναπηρίας στους
συνταξιούχους αναπηρίας και θανάτου του ΙΚΑ. Στη συνέχεια, µε την παρ. 20 του Ν.
4496/1966, το επίδοµα αυτό χορηγήθηκε και στους συνταξιούχους γήρατος του ΙΚΑ
που είναι τυφλοί. Με το άρθρο 42, παρ. 3 του Ν. 1140/1981, επεκτάθηκε η χορήγηση
του εν λόγω επιδόµατος στους ασφαλισµένους όλων των ασφαλιστικών οργανισµών
αρµοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
 6. Εξωιδρυµατικό ή επίδοµα παραπληγίας-τετραπληγίας
 Το εξωιδρυµατικό επίδοµα, σύµφωνα µε το άρθρο 42 Ν. 1140/1981, χορηγείται σε
ασφαλισµένους και συνταξιούχους που λαµβάνουν σύνταξη αναπηρίας, γήρατος ή
επιζώντων και στα µέλη των οικογενειών τους που πάσχουν από συγκεκριµένες
ασθένειες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαµβάνουν το επίδοµα απόλυτης αναπηρίας. Οι
δικαιούχοι πρέπει να έχουν διαγνωσθεί µε ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV
ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
 Ανεξαρτήτως των επιλογών που θα ακολουθηθούν σε σχέση µε την αρχιτεκτονική
της σύνταξης, τον τρόπο υπολογισµού κλπ, το σύστηµα πρέπει να γίνει απλό, µε σαφείς
και οριοθετηµένους κανόνες, ώστε και η συµµόρφωση να είναι εύκολη και ο έλεγχος να
καταστεί ταχεία και απλή διαδικασία. Με αυτό τον τρόπο κατ΄ αρχήν θα περιοριστεί
σηµαντικά το µη µισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, θα αποδεσµευθεί µεγάλο
µέρος του προσωπικού των ασφαλιστικών φορέων από ανούσιες γραφειοκρατικές
υποχρεώσεις, αλλά θα αποσυµφορηθούν και τα ∆ικαστήρια, από υποθέσεις που σε
καµία περίπτωση, σε ένα ασφαλιστικό σύστηµα εξορθολογισµένο, δεν θα αποτελούσαν
δικαστηριακές διαφορές. Ειδικότερα, προτείνεται :
Α. Για την Ασφάλιση – Έσοδα
- Κατάργηση των σχεδόν χιλίων (1000) διαφορετικών κατηγοριών ασφάλισης (ανά
είδος επιχείρησης, ειδικότητα, κινδύνους κλπ) στο ΙΚΑ. Θέσπιση δύο (2)
κατηγοριών µόνο (ή το πολύ τριών) που θα αφορούν α) Μικτά (Απλά) και β)
Βαρέα.
- Πλήρης αποσαφήνιση των πολλαπλών ιδιαίτερων κατηγοριών εργαζοµένων που
υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ.
- Εκσυγχρονισµός και αποσαφήνιση των αποδοχών αλλά και παροχών σε είδος
και χρήµα που υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές.
- Ρύθµιση του θέµατος των αναγνωριζόµενων ηµερών ασφάλισης στη µειωµένη
30
απασχόληση. Εξοµοίωση µε την πλήρη απασχόληση. Εξέταση της αλλαγής της
«µονάδας» ασφάλισης από ηµέρα σε µήνα, που θα αντιστοιχεί σε 25 ηµέρες.
- Οριοθέτηση µε σαφήνεια των κριτηρίων υπαγωγής στην ασφάλιση ΟΑΕΕ ή ΟΓΑ
στις περιπτώσεις κατηγοριών ασφαλισµένων που εµπλέκονται και ενδιαφέρονται
και οι δύο φορείς. Νοµιµοποίηση της µέχρι σήµερα, έστω και εσφαλµένης,
χωρήσασας ασφάλισης, υπό την προϋπόθεση της πλήρους εξόφλησης των
ασφαλιστικών εισφορών.
- ∆ιεύρυνση και ελαστικοποίηση εφαρµογής της τυπικής ασφάλισης, εφ΄ όσον
έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές.
- Κατάργηση του διαφορετικού τρόπου ασφάλισης των αµειβοµένων µε
κυµαινόµενες αποδοχές µε το σύστηµα των τεκµαρτών. Εξοµοίωση µε το
σύστηµα ασφάλισης των λοιπών ασφαλισµένων.
- Επανεξέταση του τρόπου επιλογής ασφαλιστικού φορέα για τους νέους
ασφαλισµένους. Η καταβολή εισφορών σε έναν φορέα να λογίζεται ως άσκηση
επιλογής. Νοµιµοποίηση των µέχρι σήµερα χωρησασών ασφαλίσεων, έστω και
αν ήταν εσφαλµένες, εφόσον έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές.
- Εξέταση της επέκτασης του συστήµατος και στους παλαιούς ασφαλισµένους,
προκειµένου να καταλήξουµε σε µια υποχρεωτική και µόνο προαιρετική σε
δεύτερο φορέα, αν υπάρχει διπλή ασφαλιστέα ιδιότητα.
- Θεσµοθέτηση και στο ∆ηµόσιο, του θεσµού της προαιρετικής συνέχισης της
ασφαλίσεως, για συµπλήρωση υπολειποµένου χρόνου για συνταξιοδότηση.
- Αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει το Ολοκληρωµένο Πληροφοριακό
Σύστηµα του ΙΚΑ για τη διενέργεια ελέγχων. Σύνδεση µε το σύστηµα της
Εφορίας και εκατέρωθεν ροή πληροφοριών. ʼµεση ηλεκτρονική αντιµετώπιση
των φορέων για την έναρξη κάποιας επιχείρησης και συνεχής παρακολούθηση
της καταβολής των εισφορών (σε ΙΚΑ, ΟΑΕΕ κ.λ.π.).
- Επανεξέταση και επανασχεδισµός του συστήµατος ασφάλισης µέσω εργοσήµου,
το οποίο πρέπει να περιορισθεί µόνο στις κατηγορίες των περιστασιακά
απασχολούµενων.
Β. Για τις συντάξεις
- Πλήρης συνταξιοδοτική αξιοποίηση του χρόνου παράλληλης ασφάλισης, εφόσον
έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές. Επισηµαίνουµε ότι µε τις
ισχύουσες σήµερα διατάξεις, οι εισφορές που καταβάλλει ο ασφαλισµένος για
τη δεύτερη υποχρεωτική ασφάλιση δεν συνυπολογίζονται στη σύνταξή του.
- Απλοποίηση του συστήµατος υπολογισµού της σύνταξης στη διαδοχική
ασφάλιση, κατάργηση άσκοπων γραφειοκρατικών διαδικασιών.
- Κατάργηση όλων των ιδιαιτεροτήτων και περιορισµών στον υπολογισµό, τόσο του
χρόνου ασφάλισης όσο και του ποσού της καταβαλλόµενης σύνταξης, στις
περιπτώσεις συνταξιοδοτήσεων από δηµόσιο ή ευρύτερο δηµόσιο τοµέα.
Εξοµοίωση µε το καθεστώς συνταξιοδότησης των λοιπών ασφαλισµένων.
Πλήρης αντιστοίχηση παροχών µε εισφορές.
- Ενιαία ρύθµιση για τις συντάξεις αναπηρίας σε σχέση µε το τι ακριβώς κρίνουν
οι Υγειονοµικές Επιτροπές. Σήµερα κρίνουν διαφορετικά έναν παλαιό
ασφαλισµένο του ΙΚΑ από έναν νέο ή έναν που είναι ασφαλισµένος στον ΟΑΕΕ.
- Απλοποίηση και εκλογίκευση του συστήµατος υποβολής αιτήσεως
συνταξιοδοτήσεως. Η αίτηση να θεωρείται ότι περιλαµβάνει και τα λοιπά
παράπλευρα αιτήµατα που οδηγούν στη συνταξιοδότηση (π.χ. αναγνωρίσεις
πλασµατικών κ.λ.π.), να αφορά είτε χορήγηση γήρατος είτε αναπηρίας, η δε
αίτηση για την επικουρική, ανεξαρτήτως χρόνου υποβολής, να ανατρέχει στο
χρόνο συνταξιοδότησης από τον κύριο φορέα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΕΝΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟ∆ΟΤΙΚΟΥ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ
ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
 Θεµελίωση και η οργάνωση αυτού του µέρους του συνταξιοδοτικού συστήµατος στην
αρχή του φορολογούµενου πολίτη.
Εισφορές: Η αναθεµελίωση αυτή συνεπάγεται ότι οι εισφορές στο σύστηµα θα
υπολογίζονται ως ποσοστό επί του προ φόρων συνολικού εισοδήµατος κάθε
φορολογούµενου πολίτη ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης του εισοδήµατος αυτού.
Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται επιπρόσθετοι πόροι για το σύστηµα. Από την
εισφορά αυτή εξαιρούνται τα εισοδήµατα που προέρχονται από συντάξεις. Το ποσοστό
αυτό προτείνεται να κυµανθεί µεταξύ 12 % και 15% (ενδεικτικά).
Συντάξεις: Στο σύστηµα αυτό το κράτος δεν εγγυάται µόνο την κατώτατη σύνταξη αλλά
ποσά συντάξεων που κυµαίνονται εντός ενός διαστήµατος που ορίζεται από την
κατώτατη και την ανώτατη σύνταξη. Το ποσό αυτό θα προσδιορίζεται µε βάση δύο
κριτήρια. Το πρώτο από αυτά είναι το κριτήριο της ενδογενεακής αναδιανοµής έτσι ώστε
να διασφαλίζεται πάντοτε το ύψος της κατώτατης σύνταξης. Για τα κλιµάκια παροχών
κύριας σύνταξης άνω ορισµένου ποσού θα ισχύει το δεύτερο κριτήριο, αυτό δηλαδή της
περιορισµένης αναλογικότητας.
 Η µεταβολή αυτή διατηρεί τόσο τον δηµόσιο όσο και τον διανεµητικό {PAYG}
χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήµατος. Με το σύστηµα αυτό επιτυγχάνονται µε
πιο αποτελεσµατικό και βιώσιµο τρόπο οι βασικοί σκοποί κάθε συνταξιοδοτικού
συστήµατος:
Κάλυψη: Με την αναθεµελίωση του συστήµατος µεταβάλλεται ο πληθυσµός αναφοράς
αφού αντί να αντιστοιχεί στον πληθυσµό εργάσιµης ηλικίας αντιστοιχεί τώρα σε κάθε
φορολογούµενο πολίτη. Παράλληλα, η ηλικία συνταξιοδότησης µπορεί εύλογα να
οριστεί στα 65 έτη αφού ο ασφαλιστικός βίος αυτονοµείται από τον εργάσιµο βίο.
Επάρκεια: Η εγγύηση όχι µόνο του ύψους της κατώτατης σύνταξης αλλά του συνολικού
διαστήµατος αυξάνει την επάρκεια των συντάξεων αποφεύγοντας την εισαγωγή
προνοιακής «σύνταξης». Επιπρόσθετα, είναι συµβατή µε την κατάργηση του ΕΚΑΣ
αφού αυτό θα είναι ενσωµατωµένο στην κατώτατη σύνταξη µέσω της αναδιανοµής και
όχι µέσω µιας επιπρόσθετης κρατικής δαπάνης. Τέλος, µειώνει σηµαντικά την αναλογία
ανάµεσα στην κατώτατη και την ανώτατη σύνταξη. Με τον τρόπο αυτό, ευνοεί
περισσότερο εκείνους τους πολίτες που έχουν χαµηλότερα εισοδήµατα είτε εξαιτίας
διακεκοµµένου εργασιακού βίου είτε εξαιτίας ευέλικτης απασχόλησης.
Κόστος ∆ιαχείρισης / ∆ιοικητικό Κόστος: Το κόστος διαχείρισης στο νέο σύστηµα
µειώνεται σηµαντικά καθώς επιτυγχάνεται η εκ των πραγµάτων λειτουργική ενοποίηση
όλων των ταµείων σε έναν µόνο φορέα απονοµής συντάξεων. Με τον τρόπο αυτό
απλοποιούνται οι ρυθµίσεις και οι διαδικασίες κι µάλιστα η απλότητα αυτή είναι
διατηρήσιµη. Επιπρόσθετα, εξασφαλίζει µεγαλύτερο βαθµό διαφάνειας ενώ δίνει
οριστικό τέλος στην «παθογένεια» της διαδοχικής σύνταξης