Ένσταση για την αφαίρεση μισθολογικών βαθμών
Υπόδειγμα 37
Ε Ν Ω Π Ι Ο ΝΤΟΥ Α΄ΚΛΙΜΑΚΙΟΥ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ{(Αρθρ. 7 παρ.5 του Π.Δ.774/1980(Α-189), όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθ.68 παρ.9 του Ν.4055/2012(Α-51)]} Οδός Χρ. Βουρνάζου αριθ.4 &Τσόχα τ.κ.10168-ΑΘΗΝΑ
ΔΙΑ ΜΕΣΟΥΤΗΣ 44ηςΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Οδός Κάνιγγος αριθ.29-Τ.Κ:10110-Α Θ Η Ν Α
Ε Ν Σ ΤΑ Σ Η
{(Αρθ.63 παρ.1 Π.Δ.774/1980 (Α-189), όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 68 παρ.9 του Ν.4055/2012(Α-51)}Α.Μ.Σ:( …………………… )………………………………………………του………………
…………………………..Ελληνικής Αστυνομίας ε.α.
Κατοίκου ………………… – Οδός ………………… αριθ. …….
Τ.Κ. ………..- Τηλ: …………………….
Κ Α ΤΑ
1.-Του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών (Ν.Σ.Κ.), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, Οδός Ακαδημίας αριθ. 68.
2.-Της υπ' αριθ. ………….. από ……………….Καταλογιστικής Πράξης του Διευθυντή της 44ηςΔιεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και
3.-Κάθε άλλης συναφούς προγενέστερης ή μεταγενέστερης Πράξης ή Παράλειψης της Διοίκησης (Γ.Λ.Κ.), με τα αυτά η άλλα ισοδύναμα αποτελέσματα.
Α΄ ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Με την υπ αριθ.…………………….από………………….Πράξη του αρμόδιου Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μου απονεμήθηκε μηνιαία σύνταξη στο μισθολογικό βαθμό του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, αφού αποστρατεύτηκα το έτος ……. με τον βαθμό του Υποστρατήγου Ελληνικής Αστυνομίας, ’’ως ευδοκίμως τερματίσας τη σταδιοδρομία μου’’, σύμφωνα με τις ισχύουσες συνταξιοδοτικές διατάξεις του Κώδικα περί Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων.
Την ως άνω dejure συνταξιοδοτική μου κατάσταση, ήλθε απρόσμενα και αδόκητα μεσούντος τους θέρους του φθίνοντος έτους, να διαταράξει επί τα Χείρων, η υπ αριθ …………………. από………………. νέα τροποποιητική συνταξιοδοτική πράξη του αυτού ως άνω Διευθυντή, της 44ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων,του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία τροποποιούσε την προαναφερθείσα πράξη του και μου απένειμε πλέον σύνταξη Αντιστράτηγου Αστυνομίας από 01-07-2013, υποβιβάζοντας με συνταξιοδοτικά κατά ένα μισθολογικό βαθμό, ότι δήθεν ή αποστρατεία μου δεν εγένετο: ’’ως ευδοκίμως τερματίσας την σταδιοδρομία μου’’ όπως επιτάσσει το άρθρο 6 παρ.1 εδάφ.θ του Ν.2838/2000 (Α-179),όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις του άρθρου 37 παρ.2 του Ν.3016/2002 (Α-110).
Ταυτόχρονα δε, με καταστούσε κοινωνό,ότι με καταλογιστική πράξη του, που θα επακολουθούσε,θα αναζητούσεδια μέσου της οικείας εφορίας μου,την είσπραξη των χρηματικών ποσών,των διαφορών των δύο Βαθμών, από 01-10-2005 μέχρι 30-06-2013,σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 και επόμενα του Ν.2362/19959(Α-247)Περί Δημοσίου Λογιστικού.
Την ως άνω πράξη, του εν λόγου Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων,του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους,προσέβαλλα αρμόδια, εμπρόθεσμα,νομότυπα και παραδεκτά στο ΙΙΙ Τμήμα του Δικαστηρίου σας, με σχετική Έφεση.
Στη συνέχειακαι συγκεκριμένα την 10η Οκτωβρίου 2013,έλαβα δια των Ελληνικών Ταχυδρομείων,το υπ αριθ.………………… από……………….… αδιαβάθμητο έγγραφο της 44ηςΔιεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την παρά πόδας σε αυτό, υπ αριθ.…………………. από ..………………. προαναγγελθείσα Καταλογιστική Πράξη του Διευθυντή αυτής.
Η ως άνω επισυναπτόμενη σε Φ/ο Πράξη του Διευθυντήτης 44ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία απευθύνεται στη οικεία Εφορία μου και κοινοποιείται σε μένα, εκδόθηκε όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του σώματος αυτής, κατ επιταγή των μνημονιακών διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν.4151/2013 (Α-103) .
Στην ως άνω πράξη, μου υπολογίζονται από 1ης Ιουλίου 2013, οι μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές μου, όχι πλέον στον βαθμό του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, αλλά στον αμέσως υποδεέστερο αυτού βαθμό του Αντιστράτηγου, ακυρωμένης προς τούτο της παραπάνω συνταξιοδοτικής μου πράξης και ταυτόχρονα με αυτή ,προσδιορίζονταιτα εισπραχθέντα αχρεωστήτως από μένα αναδρομικά χρηματικά ποσά, που ανέρχονται στα 11.066,01€,για το από 01-10-2005 μέχρι 30-06-2013 χρονικό διάστημα.
Β’. ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Την ως άνω προσβαλλόμενη καταλογιστική Πράξη, του Διευθυντήτης 44ηςΔιεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ΔΕΝτην αποδέχομαι και ενίσταμαι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 8 και 110 παρ.16 του Ν.4055/2012 (Α-51), σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 53 και επόμενα του Π.Δ.774/1980 (Α-189), εμπρόθεσμα, παραδεκτά, νομότυπα και αρμόδια ενώπιον του Δικαστηρίου Σας και εξαιτούμαι την ακύρωση-εξαφάνιση καθ’ ολοκληρίαν της ισχύος αυτής, αλλά και κάθε άλλης συναφούς προγενέστερης ή μεταγενέστερης Πράξης ή Παράλειψης της Διοίκησης (Γ.Λ.Κ.), για τους κατωτέρω εκτιθέμενους ορθούς, βάσιμους και νόμιμους λόγους και όσους άλλους ήθελα προσθέσει τω καιρώ τω δέοντι με ξεχωριστό δικόγραφο.
Επειδή, στην υπόθεσή μου, ο Διευθυντής της 44ης Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αυτόβουλα, αόριστα και αναιτιολόγητα, παράνομα και καταχρηστικά και με δική του Ευθύνη και Υπαιτιότητα, κάνοντας κακή χρήση της διακριτικής του εξουσίας ή άλλως πως σε κάθε άλλη περίπτωση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την Εθνική και Διεθνή Νομοθεσία {ʼρθρα 5, 17, 20 παρ.2, 22, 25 παρ.3, 28 παρ 1 & 2 και 36 παρ.2 του Συντάγματος και άρθρα 15, 17, και 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συνθήκη Λισσαβόνας που κυρώθηκε με τον Ν. 3671/2008 (Α-129)}.
Επειδή, η μείωση των μηνιαίων συνταξίμων αποδοχών μου, υπαγορεύτηκε από τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.3 του Ν.4151/2013 (Α-103) και
Επειδή, σύμφωνα με τα πρακτικά της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 31ης Οκτωβρίου 2012, οι μειώσεις των Συντάξεων με τους επαχθείς και επώδυνους μνημονικούς νόμους κρίθηκαν αντισυνταγματικές, παράνομες και καταχρηστικές, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Επειδή λοιπόν το κράτος, βάσει του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος έχει υποχρέωση να σεβαστεί την αρχή της αναλογικότητας όταν πρόκειται να επιβάλλει περιορισμούς σε δικαιώματα των πολιτών και να εκτιμήσει κατά πόσο το επιδιωκόμενο οικονομικό εν προκειμένω αποτέλεσμα, είναι δυνατό να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα.
Επειδή, το άρθρο 111 παρ. 1 του Συντάγματος διακελεύει σαφώς: ’’Κάθε διάταξη Νόμου ή Διοικητική Πράξη με κανονιστικό χαρακτήρα που είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα καταργείται από την έναρξη της ισχύος της’’.
Επειδή, οι διατάξεις των νόμων αυτών πάσχουν από τυπική και ουσιαστική συνταγματικότητα, αφού προσβάλλουν το λεγόμενο κοινωνικό κεκτημένο και ανατρέπουν τις θεσμικές εγγυήσεις, που σχετίζονται με το δικαίωμα στην εργασία, την κοινωνική ασφάλιση και την συνταξιοδότηση και παραβιάζουν συγχρόνως την Νομολογία, τόσον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης { Ν. 3671/2008 (Α-129) και άρθρα 15 παρ. 1 , 31 παρ. 1 και 17 του Χάρτη της Ευρώπης }.
Επειδή, η ψήφιση των ανωτέρω Νόμων, με τον οποίο έγινε η μείωση των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών μου, πραγματοποιήθηκε με απλή πλειοψηφία της Βουλής και όχι με τα 3/5 αυτής, όπως επιτάσσει το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος.
Επειδή, παραβιάστηκε το άρθρο 36 παρ. 2 του Συντάγματος με τις διατάξεις του άρθρου Πρώτου παρ. 4 του Ν. 3845/2010 (Α-65), αφού μη νόμιμα εκχωρήθηκε αρμοδιότητα του Νομοθετικού Σώματος στον Υπουργό Οικονομικών για να υπογράφει κάθε μνημόνιο, δανειακή σύμβαση και ότι κρίνει αυτός απολύτως απαραίτητο, για την εκτέλεση του μηχανισμού στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας.
Επειδή, η μείωση των Μισθών αλλά και των Συντάξεων, είναι αόριστος, αναιτιολόγητη, παράνομη και καταχρηστική, αφού ο μισθός-σύνταξη αποτελούν αδιαμφισβήτητο μέρος του δικαιώματος ιδιοκτησίας ενός φυσικού προσώπου και η μείωση αυτή του δικαιώματος αποτελεί κατάφωρη παράβαση εκ μέρους του Κράτους-Πολιτείας, στο μισθωτό ή τον συνταξιούχο.
Επειδή, στην περίπτωση μου παραβιάστηκαν οι αρχές ασφαλείας του Δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των πολιτών, που σαφώς αποβλέπουν στο μη αιφνιδιασμό των δικαιωμένων (Υπ αριθ. 602/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε), αλλά και του δικαιώματοςτης αρχής της προηγούμενης ακρόασης (ʼρθρο 20 παρ.2 του Συντάγματος).
Επειδή, παραβιάστηκε το άρθρο 1 του από 20-03-1952, 1ου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Σύμβασης της Ρώμης της 04-11-1950, τα οποία Πρωτόκολλο και Σύμβαση, κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 53/1974 (Α-256) και έχουν υπέρτερη των κοινών Νόμων ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.
Επειδή, κατά πάγια Νομολογία των Ανωτάτων Ακυρωτικών Δικαστηρίων της χώρας ( Συμβούλιο Επικρατείας, ʼρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο κλπ), αλλά και την κρατούσα Γενική Αρχή του Διοικητικού Δικαίου, καθώς και αυτή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων σταθερά συμπορευόμενη {ʼρθρα. 27 παρ. 6 και 40 παρ.6 του Α.Ν 1846/1951 (Α-179) }, η αναζήτηση χρηματικών ποσών τα οποία εισπράχθηκαν από τον δικαιούχο πολίτη νόμιμα, πλην όμως καλόπιστα και άνευ ουδεμίας υπαιτιότητας του ιδίου, αποκλείεται η μετά πάροδο ικανού χρόνου, από της είσπραξης τους, λόγω των απροβλέπτων οικονομικών συνεπειών, που συνεπάγεται το μέτρο αυτό, σε βάρος του ενδιαφερομένου.
Επειδή, και εάν ακόμη το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό και στην περίπτωση αυτή αποκλείεται η αναζήτηση και του μη νόμιμα πλην καλόπιστα ληφθέντος χρηματικού ποσού, εάν ο ενδιαφερόμενος επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή του ποσού αυτού ήθελε επιφέρει σε βάρος του απρόβλεπτες και δυσμενείς για την περαιτέρω διαβίωση του και της οικογενείας του συνέπειες {Βλεπ: α) 984/1998, 4097/1997, 2488/1993, 387/1993, 3720/1987, 2648/1973 κ.α. αποφάσεις του ΣτΕ. β) 1810/1991,1/1978,78/1976 κ.α αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και γ) 822/1966 σελ.737, 1401/1994 σελ.728, 2488/1993 7μελούς σύνθεσης σελ.451 ΕΔΚΑ)}.
Επειδή, η απονομή των μηνιαίων συνταξίμων αποδοχών μου στο βαθμό του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού έγινε, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες στην αρμοδία Διεύθυνση 44η-46η του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από την καθ ύλη αρμοδία Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, με το υπ αριθ.…………………….. από………………….. έγγραφο της, με το οποίο κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό και μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, αποφαίνεται αυθεντικά, ότι η βαθμολογική αποστρατεία μου στον βαθμό του Υποστρατήγου της Ελληνικής Αστυνομίας: ’’Ως ευδοκίμως τερματίσας την σταδιοδρομία μου’’ και ως εκ τούτου δικαιούμουν τον μισθολογικό βαθμό του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, το οποίο σήμερα μετά παρέλευση οκτώ περίπου ετών το Γενικό Λογιστήριο δεν το δέχεται, με την παντελώς αναιτιολόγητη ως άνω προσβαλλομένη Πράξη του, την ακύρωση και εξαφάνιση της οποίας αιτούμαι.
Επειδή, στην απαγόρευση του άρθρου 281 του Α.Κ. υπάγονται όχι μόνον τα ιδιωτικά δικαιώματα αλλά και εκείνα που ανακύπτουν στη σφαίρα του ουσιαστικού δημοσίου δικαίου, το οποίο με σαφήνεια διακηρύσσεται γενικώς και αδιακρίτως, για την άσκηση κάθε δικαιώματος κατ άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος (Α.Π. Ολομ.17/1978).
Τέτοιο δε ουσιαστικό δικαίωμα, είναι και το δικαίωμα του Δημοσίου, προς καταλογισμό δαπανών.
Επειδή, καθ όλο το χρονικό διάστημα από 01-10-2005 μέχρι 30-06-2013 λάμβανα τακτικά, κατά μήνα και αδιάλειπτα, το ποσό του βασικού μισθού συνταξιοδότησης, που αντιστοιχούσε στο βαθμό του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού που νόμιμα δικαιούμενα, σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα στοιχεία του συνταξιοδοτικού μου φακέλου.
Επειδή, καθ όλο το ως άνω χρονικό διάστημα, εισέπραττα καλόπιστα τα ως άνω ποσά που το ίδιο το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μου κατέβαλλε ανεπιφύλακτα πεπεισμένο ότι ήταν νόμιμο δικαίωμα μου η απολαβή των ποσών αυτών.
Επειδή σύμφωνα, με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, η επί σειρά ετών καλόπιστη εκ μέρους μου λήψη και η εκ των υστέρων αναζήτηση των ποσών αυτών εκ μέρους του Δημοσίου είναι καταχρηστική, σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 281 του Α.Κ. ως υπερβαίνουσα προφανώς το εκ της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του σκοπού του δικαιώματος επιβαλλόμενα όρια και προσκρούουσα στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Επειδή, όπως προανέφερα η από μέρους μου λήψη των κατά μήνα ποσών βασικού μισθού και χρονοεπιδόματος κλπ. επί σειρά ετών ήταν καλόπιστος, η δε καταβολή τους από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ανεπιφύλακτος.
Επειδή, η εκ μέρους του Δημοσίου άσκηση του δικαιώματος του, προς αναζήτηση των ως άνω ποσών, είναι καταχρηστική και συνεπώς άκυρη, η περί των ποσών τούτων καταλογιστική πράξη και εξ αυτού του λόγου επομένως, οι προσβαλλόμενες πράξεις καθίστανται εξαφανιστέες.
Επειδή, το όλο ζήτημα της αναζήτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων χρηματικών ποσών, σύμφωνα με πάγια Νομολογία του ΣτΕ (3043/1985), αλλά και ο καταλογισμός αχρεωστήτως πλην καλοπίστως ληφθέντων ποσών, καθώς και η δημιουργία δυσμενών οικονομικών συνεπειών σε βάρος του λαβόντος, αντίκειται στις αρχές της Χρηστής Διοίκησης ΣτΕ (2332/1969).
Επειδή, η μετά την πάροδο μακρού χρόνου, αναδρομική ανάκληση απόφασης περί μισθολογικής προαγωγής και η από τότε αναζήτηση αχρεωστήτως πλην όμως καλοπίστως ληφθεισών από τον υπάλληλο χρηματικών αμοιβών είναι νόμω ανεπίτρεπτος, ως αντικείμενη στις αρχές της εύρυθμης και Χρηστής Διοίκησης ΣτΕ (2226/1963),εφόσον η πλάνη δεν προκλήθηκε από απατηλή ενέργεια του υπαλλήλου αλλά από δικαιολογημένη παρερμηνεία των σχετικών νομοθετικών διατάξεων και αυτός τελούσε σε καλή πίστη ΣτΕ (324/1964).
Επειδή, κατά γενική αρχή του δικαίου, η παράνομη καταβολή μηνιαίων παροχών, για μακρό χρονικό διάστημα, δεν κωλύει την για το μέλλον διακοπή αυτών, αποκλειόμενης όμως της αναζήτησης των καλόπιστων εισπραχθέντων ΣτΕ (579/1971,1570/1973,2513-2514/1973),χωρίς αυτό να αντιβαίνει στα περί ανακλήσεων των διοικητικών πράξεων.
Επειδή, μοναδική πηγή συντήρησης εμού και της οικογενείας μου αποτελεί ο συντάξιμος μισθός που λαμβάνω ως στρατιωτικός-αστυνομικός συνταξιούχος του Δημοσίου.
Επειδή, η εκ μέρους μου επιστροφή του ποσού, το οποίο έλαβα καλόπιστα θα επιφέρει δυσμενείς σε βάρος μου οικονομικές συνέπειες με τη μείωση των εσόδων μου στο ελάχιστο και με κίνδυνο να περιέλθω σε πλήρη ένδεια.
Επειδή, ο σε βάρος μου καταλογισμός, έχει κλονίσει τον οικογενειακό και οικονομικό μου προγραμματισμό και δημιούργησε προβλήματα τόσο ψυχικά όσο και σωματικά λόγω του άγχους που δημιουργήθηκε σε μένα από την ανωτέρω ανατροπή της διαβίωσης μου, αφού με την ανάληψη υποχρεώσεων λόγω του οικονομικού προγραμματισμού μου, έρχεται η πράξη αυτή να τον ανατρέψει και να χαθεί από μέρους μου η όποια εμπιστοσύνη είχα απέναντι σε ένα κράτος δικαίου που σέβεται τους πολίτες του και τιμάει τους απόμαχους της ζωής, τους απόστρατους-συνταξιούχους, όπως εγώ που δεν έχουν άλλους πόρους για την διαβίωση τους, παρά μόνο τη σύνταξη τους.
Επειδή, είναι καταχρηστική η κατ άρθρο 281 του Α.Κ. άσκηση του δικαιώματος του Δημοσίου για αναζήτηση των ποσών που νόμιμα και καλόπιστα επί σειρά ετών ελάμβανα και συνεπώς άκυρες είναι οι πράξεις του καταλογισμού.
Επειδή, ακόμα η αναζήτηση των ποσών αυτών, που ελάμβανα επί σειρά ετών καλόπιστα αντίκειται στις αρχές της Χρηστής Διοίκησης, ως επιφέρουσα εις βάρος μου δυσμενείς οικονομικές συνέπειες.
Επειδή η παρούσα μου αυτή Ένσταση είναι νόμιμη, βάσιμη και αληθινή.
ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Και με την ρητή επιφύλαξη άσκησης παντός νομίμου δικαιώματος μου.
Ζ Η Τ Ω
1.-Να γίνει δεκτή η παρούσα Ένσταση μου, κατά το τυπικό και ουσιαστικό μέρος αυτής, σε όλο το αιτητικό της.-
2.-Να ακυρωθεί αμέσως και να εξαφανισθεί η ανωτέρω προσβαλλόμενη υπ αριθ.…………….. από………………. Καταλογιστική Πράξη του Διευθυντή,της 44ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων,του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία μου υπολογίζονται και καταλογίζονται σε βάρος μου αναδρομικά ποσά (11,066,01€),για τοαπό 01-07-2005 έως 30-06-2013 χρονικό διάστημα, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα σε μένα και τα οποία αντιστοιχούν στην προκύπτουσα διαφορά, μεταξύ των δύο συνταξιοδοτικών μισθολογικών βαθμών του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού και αυτού του Αντιστράτηγου, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, τα οποία βεβαίως καλόπιστα ελάμβανα και χωρίς καμία απολύτως δική μου ευθύνη και υπαιτιότητα και επί μακρόν χρονικό διάστημα, καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη, η παράλειψη της Διοίκησης με τα αυτά αποτελέσματα και
3.-Να καταδικασθεί το Ελληνικό Δημόσιο στην εν γένει Δικαστική μου Δαπάνη.
Αθήνα …………………….2013
Διατελώ μετά τιμής
Ο Ενιστάμενος
ΣΥΝΗΜΜΕΝΑ: Δύο (2)
1.-Φ/ο υπ αριθ.……………………. από……………… καταλογιστικής Πράξης, του Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και
2.-Παράβολο Ελληνικού Δημοσίου 20,00€