Η Αστυνομία κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων στην περιοχή της Μακεδονίας

Η Αστυνομία κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων στην περιοχή της Μακεδονίας
Τελευταία ενημέρωση 07/01/2016

του ΤΡΑΟΥΔΑ ΒασιλείουΥποστρατήγου Αστυνομίας ε.α.
 Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια απο την έναρξη των Βαλκανικών πολέμων 1912-13 οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα να ελευθερωθούν οι περιοχές της Μακεδονίας,Ηπείρου και Θράκης μετά από 400 πλέον χρόνια Τουρκικής σκλαβιάς.
Tο πρώτο Αστυνομικό Σώμα στρατιωτικά οργανωμένο που συνεστήθη το 1833, λίγο μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους Τούρκους, ήταν η Χωροφυλακή και αστυνόμευε όλη την τότε Ελληνική επικράτεια και είναι αυτή που κατά την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων 1912-13 ασκεί αστυνομικά καθήκοντα. Το Αστυνομικό αυτό Σώμα ύστερα από την σοβαρή μέριμνα των διαδοχικών κυβερνήσεων Μαυρομιχάλη, Δραγούμη και του Ελ.Βενιζέλου παρουσιάζεται πλήρως στρατιωτικά αναδιοργανωμένο.Επειδή δέ περιλαμβανόταν στις δυνάμεις του στρατού, ώφειλε σε περίπτωση πολέμου να θέσει στη διάθεση του τότε υπουργού στρατιωτικών ικανή δύναμή του.
Έτσι με την κήρυξη του πολέμου η Χωροφυλακή βρέθηκε άρτια οργανωμένη και προετοιμασμένη να αποτελέσει παράγοντα του επικείμενου μεγάλου απελευθερωτικού αγώνα.
Η δύναμη αυτή αυξήθηκε σημαντικά σε Αξιωματικούς και οπλίτες, τέθηκαν δε διαδοχικά επικεφαλής του Σώματος επιφανείς και ικανοί ανώτατοι Αξιωματικοί. Διάφορα μέτρα που λήφθηκαν κατά τις παρομονές του πολέμου είχαν παρασκευάσει και προσδιορίσει το έργο της Χωροφυλακής κατά τις αστυνομικές επιχειρήσεις.
Τα Ελληνικά στρατεύματα με ηγέτη τον αρχιστράτηγο Διάδοχο Κων/νο, άρχισαν τις επιχειρήσεις την 6-10-1912 από την Θεσσαλία προελαύνοντας προς τα ενδότερα της Μακεδονίας.
Κοντά στα στρατηγεία των επιχειρησιακών δυνάμεων του στρατού, διορίσθηκαν αρχικά ως ανώτεροι στρατονόμοι, στη μεν περιοχή της Θεσσαλίας ο Αντ/ρχης Χωρ/κης ΡΑΖΕΛΟΣ Παύλος εκ των πλέον μορφωμένων Αξιωματικών του Σώματος, ο οποίος διετέλεσε βουλευτής και αρχηγός του Σώματος αργότερα(1916),στη δε περιοχή της Ηπείρου ο Ταγμ/ρχης Χωρ/κης ΤΡΟΥΠΑΚΗΣ Νικόλαος από τους διαπρεπέστερους αξιωματικούς,(αρχηγός και αυτός το 1920), με τον ομοιόβαθμό του ΣΠΗΡΟΜΗΛΙΟ Σπυρίδωνα, μια ηρωική μορφή που πρωτοστάτησε στη συνέχεια, στην απελευθέρωση περιοχών της Βορείου Ηπείρου. Ως αποστολή οι αναφερόμενοι Αξιωματικοί είχαν σύμφωνα και με τους τότε διεθνείς κανόνες , με εντολή του Διαδόχου Κωνσταντίνου να προβαίνουν στη σύσταση Αστυνομικών υπηρεσιών στα απελευθερωμένα μέρη, με σκοπό την επιβολή της δημόσιας τάξης και την εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας στους κατοίκους. Ταυτόχρονα επίσης επιδιώκονταν σύσταση, οργάνωση και λειτουργία διαφόρων άλλων υπηρεσιών.
Αυτό το μεγίστης σημασίας έργο ήταν εξαιρετικά δύσκολο και πολύπλοκο, λαμβανομένου υπ’όψη η ποικιλομορφία των πληθυσμών απ’τους οποίους οι Τούρκοι και οι Βούλγαροι είχαν εχθρικές τάσεις προς το Ελληνικό στοιχείο, αλλά και λόγω της δράσης των βούλγαρων κομιτατζίδων, οι οποίοι ενισχύονταν από ομοεθνείς τους στρατιωτικούς, κινούνταν παντού προκλητικά υψώνοντας βουλγάρικες σημαίες, τοποθετώντας βουλγαρικές αρχές εκεί όπου διαλύοντας οι τουρκικές. Η Χωροφυλακή επιτέλεσε θαυμάσια αυτή την αποστολή παρά την ολιγαρκή της δύναμη.
Αλλά κι από την δύναμη αυτή υπήρξε σημαντική διαρροή, γιατί πολλοί άνδρες καταλαμβανόμενοι από εθνικό ενθουσιασμό, εγκατέλειπαν τις μονάδες των και σχημάτιζαν εθελοντικά σώματα ή προσχωρούσαν σε ήδη υπάρχοντα για να μάχονται κατά του εχθρού στην πρώτη γραμμή του πυρός. Γιαυτό κάποιες δεκάδες χωροφυλάκων με ένα βαθμοφόρο επικεφαλής, αναλάμβαναν να εγκαθιδρύσουν την ελληνική κυριαρχία και να εξασφαλίσουν αυτήν απ’τις δόλιες επιθέσεις των βούλγαρων κομιτατζίδων σε πόλεις χιλιάδων κατοίκων. Σε πολλές δε περιπτώσεις δύο ή τρείς χωροφύλακες υπό ένα υπενομωτέρχη κατελάμβαναν κωμοπόλεις και χωριά και οχυρώνονταν πρόχειρα, ιδρύοντας αστυνομικό σταθμό όπου ύψωναν την ελληνική σημαία, αγρυπνώντας για πολλές νύχτες και μέρες με το όπλο στο χέρι, για αντιμετώπιση τυχόν επιθέσεων Τούρκων και Βουλγάρων, μέχρι να καταφθάσουν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Έτσι κατά την προέλαση των ελληνικών δυνάμεων μετά την κατάληψη διαδοχικά των πόλεων Ελασσόνας,όπου ιδρύεται η πρώτη Αστυνομική Υποδιεύθυνση με διοικητή τον Ανθυπομοίραρχο ΠΡΑΤΟΥΝΑ Ξενοφώντα, στη συνέχεια στα Σέρβια ιδρύεται επίσης Υποδιεύθυνση με διοικητή τον Ανθυπομοίραρχο ΤΡΑΚΑΔΑ Αντώνιο, στη Δεσκάτη Αστυνομικό Σταθμό και στην Κοζάνη Αστυνομική Διεύθυνση υπό τον Υπομοίραρχο Μαυρομιχάλη. Όταν απελευθερώθηκε η Βέροια όπου εγκαθιδρύθηκαν τα επιτελεία στρατού και αστυνομίας, ο Αντ/ρχης ΡΑΖΕΛΟΣ ως Ανώτερος πλέον Διοικητής Χωροφυλακής Μακεδονίας, συνέστησε αστυνομικές υπηρεσίες σ’όλες τις περιοχές που είχαν καταληφθεί από τον Ελληνικό στρατό.
Ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κων/νος, ευρισκόμενος επιτόπου και εκτιμώντας την κατάσταση από κοντά, ζήτησε την ενίσχυση των Αστυνομικών δυνάμεων των απελευθερωμένων περιοχών και ειδικά της υπό κατάληψη Θεσσαλονίκης. Πράγματι η κυβέρνηση Βενιζέλου προβλέποντας τα προβλήματα που θα εμφανιζόταν μετά την απελευθέρωση της πόλης στον τομέα της αστυνόμευσής της και γνωρίζοντας ότι σύμμαχοι αλλά και οι μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις θα προωθούσαν μια εικόνα άναρχης πόλης και μιας ελληνικής πολιτείας ανίκανης να επιβάλλει την τάξη, φρόντισε, από τις 24 Οκτωβρίου, πριν ακόμη απελευθερωθεί η πόλη, να διατάξει την μεταφορά δυνάμεως της Κρητικής Χωροφυλακής στη Θεσσαλονίκη, με επικεφαλής τον Αντ/ρχη Μομφεράτο τον οποίο και όρισαν ως Αστυνομικό Διευθυντή Θεσσαλονίκης. Επίσης ενισχύθηκαν με ανάλογες δυνάμεις και οι απελευθερωμένες περιοχές.
Ήδη το απόγευμα της 26-10-1912, πριν υπογραφεί η μεταξύ του Ελληνικού Στρατηγείου και του Τούρκου αρχιστρατήγου Ταξίν Πασά συνθήκη παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ένα μικρό απόσπασμα ανδρών με επικεφαλής το υπομοίραρχο Κων.Μανωλικίδη, δύο υπεν/ρχες και τρεις χωροφύλακες εφίππους οι οποίοι εκτελούσαν υπηρεσία στρατονομίας στην 7η Μεραρχία, έλαβε εντολή «να στραφεί προς Θεσσαλονίκην εν αναμονή νεώτερων διαταγών.».Προφανώς η διαταγή είχε την έννοια να φθάσει μέχρι εκεί όπου θα διευκόλυνε τους εκπροσώπους του Τουρκικού Στρατηγείου να κατευθυνθούν προς το Ελληνικό Στρατηγείο, για να διαπραγματευθούν κατά την διάρκεια της νύκτας την παράδοση της πόλης. Αλλά ο Μανωλικίδης ηρωϊκή και πατριωτική μορφή - καταγόταν από τον Πειραιά είχε δίπλωμα νομικής και πριν καταταγεί στη Χωροφυλακή, είχε ασχοληθεί και ως δημοσιογράφος -ερμήνευσε με την δική του βούληση την διαταγή και με πρωτοφανή τόλμη μπήκε με την ομάδα του στην τουρκοκρατούμενη ακόμα πόλη και στα κατάπληκτα βλέμματα των βραδινών περιπατούντων κατοίκων της, διάβηκαν την Εγνατία οδό και κατέληξαν στο τότε Ξενοδοχείο ‘ΟΛΥΜΠΟΣ-ΠΑΛΛΑΣ’ με την συνοδεία τούρκων στρατιωτών, στους οποίους ισχυρίσθηκαν όταν τους έκαναν έλεγχο, ότι θα διανυκτέρευαν στην πόλη για να χρησιμεύσουν ως σύνδεσμος συνενοήσεως των δύο πλευρών. Mεταξύ των πρώτων που κατέφθασαν στο ξενοδοχείο, ήταν και ανταποκριτές ξένων εφημερίδων οι οποίοι μόλις αντίκρυσαν τον ΄Ελληνα αξιωματικό με την ομάδα του, δεν ήθελαν τίποτε άλλο. Έτρεξαν στο τηλεφραφείο για να πληροφορήσουν τις εφημερίδες των, ότι ήδη καταλήφθηκε η Θεσσαλονίκη απ’τον Ελληνικό στρατό. Σ’αυτό ακριβώς οφειλόταν που σχεδόν όλος ο Ευρωπαΐκός τύπος από το πρωΐ της 27ης Οκτωβρίου αφιέρωνε εξάστηλους τίτλους ότι η Θεσσαλονίκη έχει καταληφθεί από τους Έλληνες απ’το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου. Αυτό το μικρό αστυνομικό απόσπασμα ήταν η πρώτη ελληνική δύναμη που μπήκε στην πολυπόθητη πόλη της Μακεδονίας, ακριβώς την ημέρα εορτασμού του μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου, πολυούχου και προστάτου της Θεσσαλονίκης.
Την επόμενη μέρα (27-10-1912) μπήκαν έφιππες και πεζές δυνάμεις Χωροφυλακής και με τμήμα ευζώνων με επικεφαλής τον Αντ/ρχη ΡΑΖΕΛΟ και κατέλαβαν το Διοικητήριο όπου έστησαν την Ελληνική σημαία, διασκορπίσθηκαν δε μέσα στην πόλη μικτές περιπολίες αστυνομίας και στρατού. Αυτό έγινε με μεγάλη σπουδή, όχι μόνο για λόγους ασφαλείας για να παρασκευασθεί η κατά την επομένη θριαμβευτική είσοδος του Διαδόχου Αρχιστρατήγου, αλλά και για ύψιστους εθνικούς λόγους, δηλαδή άμεση εγκαθίδρυση της Ελληνικής κυριαρχίας και κατάληψη όλων των δημόσιων κτηρίων, δεδομένου ότι επιδίωκαν απ’την άλλη πλευρά οι Βούλγαροι να αποκτήσουν δικαίωμα «συγκυριαρχίας» στην Θεσσαλονίκη.
Αλλά η τήρηση της τάξεως και η διασφάλιση της Ελληνικής κυριαρχίας στη Θεσσαλονίκη, είχε ιδιάζουσα σημασία και μάλιστα μετά την αυθαίρετη στην πόλη εγκαθίδρυση τμήματος Βουλγαρικού στρατού.Γιαυτό αποφασίσθηκε - όπως προαναφέρθηκε- η ίδρυση χωριστής Διεύθυνσης Αστυνομίας στη πόλη. Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της η Κρητική Χωροφυλακή, επέβαλλε με ευπρέπεια και ανθρωπισμό την τάξη κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές και αντιμετώπισε με αυστηρότητα και ψυχραιμία τις ταραχές και ανωμαλίες που προκαλούσαν οι Βούλγαροι. Αρχικά φρόντισε να εγκαταστήσει τους πρόσφυγες σε προάστια της πόλης, δίνοντας τη δυνατότητα στους εργάτες του Δήμου να καθαρίσουν την πόλη. Στη συνέχεια φρόντισε ώστε όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως εθνικότητας, να νοιώθουν ασφαλείς. Κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη και τον θαυμασμό του πληθυσμού.
Οι Βούλγαροι δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες να εμφανίσουν την Θεσσαλονίκη σαν αναρχούμενη ή και συγκατεχόμενη πόλη. Το βράδυ της 31ης Οκτωβρίου, πέντε μόλις ημέρες από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ομάδα Βουλγάρων κομιτατζίδων  ανατίναξε μία μεγάλη τουρκική αποθήκη πυρομαχικών στο προάστιο Ζεϊτελίκ (Αγία Παρασκευή). Από την έκρηξη σκοτώθηκαν μερικοί Τούρκοι αιχμάλωτοι και Έλληνες στρατιώτες του Ιππικού. Αμέσως μετά άρχισαν να βάζουν φωτιές, να σφάζουν και να ληστεύουν τον Τουρκικό πληθυσμό. Η Κρητική Χωροφυλακή επιτέθηκε χωρίς καθυστέρηση εναντίον τους και τους ανάγκασε να διαλυθούν και να καταφύγουν στους Στρατώνες του Βουλγαρικού Στρατού. Τις αμέσως επόμενες ημέρες, άρχισαν να καταλαμβάνουν τα τζαμιά της πόλης μεταξύ των οποίων και την Αγία Σοφία, για να τα μετατρέψουν σε εξαρχικές  εκκλησίες προσβάλλοντας ταυτόχρονα τα σύμβολα και το θρησκευτικό αίσθημα των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, οι οποίοι και διαμαρτυρήθηκαν στις Ελληνικές αρχές. Δεν σταματούσαν να δημιουργούν επεισόδια εις βάρος του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, δε δεχόταν να υπακούσουν στις διαταγές του Ελληνικού Φρουραρχείου, ενώ συμπεριφέρονταν προκλητικά στους Έλληνες αξιωματικούς. Συνέπεια ενός τέτοιου επεισοδίου ήταν το κλείσιμο του γαλλικού ταχυδρομείου, όταν ένας Βούλγαρος αξιωματικός πυροβόλησε τους υπαλλήλους επειδή δεν έγιναν δεκτά τα βουλγαρικά χαρτονομίσματα που έδωσε. Όπως αναφέρει ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζαν Λεν, ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης τους αντιπάθησε με μοναδική εξαίρεση τους Εβραίους, οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, με εντολή του Αυστριακού προξένου, έθεσαν στην διάθεση των Βουλγάρων όλα τα κτίρια που διέθεταν και τα οποία είχαν αρνηθεί στον Ελληνικό Στρατό, αλλά αργότερα και η Ισραηλιτική κοινότητα άλλαξε στάση. Η Χωροφυλακή όμως μαζί με τον στρατό, επενέβη και σταμάτησε αμέσως αυτές τις εκδηλώσεις.
Στις υπόλοιπες απελευθερωμένες περιοχές της Μακεδονίας όπως στην Έδεσσα, στα Γιαννιτσά - εδώ δόθηκε αποφασιστική μάχη που καθόρισε στη συνέχεια την προέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων προς την Θεσσαλονίκη - στο Λαγκαδά και στην Κατερίνη, μόλις ιδρύθηκαν Αστυνομικές Υποδιευθύνσεις, άρχισαν οι συνεχείς προκλήσεις και δολιοφθορές από Βουλγαρικές δυνάμεις – σύμμαχοι θεωρούμενοι - που ευρίσκονταν ως φιλοξενούμενοι, αλλά και κατοίκους οι οποίοι εκδηλώθηκαν φιλικά υπέρ των Βουλγάρων. Αρκετές αναφορές αστυνομικών υπηρεσιών και άλλων αρχών μαρτυρούν τα όργια που προκαλούσαν οι Βούλγαροι.
Για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων η Χωροφυλακή διεξήγαγε σκληρούς αγώνες εναντίον των επιδρομέων, για να προστατεύσει τους πληθυσμούς από τις λεηλασίες, την ατίμωση και την σφαγή, με αρκετά της θύματα. Υπερέβη όχι μόνο τον ίδιο της τον εαυτό αλλά και κάθε προσδοκία ακόμα και την προηγηθείσα ιστορία της, χάρις στο πνεύμα αυτοθυσίας, αυταπάρνησης και πίστης στα εθνικά ιδανικά και πεπρωμένα. Κάθε μια από τις αποστολές της υπερέβαινε σε σπουδαιότητα την άλλη, συνολικά δε συνιστούσαν εκείνο που χωρίς την πραγμάτωσή του όλα τα επιτελικά σχέδια των ηγητόρων θα έπεφταν σαν χάρτινος πύργος.