Ασφαλιστικό και αγορές, μια ιδιαίτερη σχέση (17-1-2016 )
Του ΘΑΝΑΣΗ ΚΟΝΤΟΓΕΩΡΓΗ* απο την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος είναι εδώ και αρκετές ημέρες γνωστή, και επ’ αυτής τοποθετούνται κόμματα, εργοδοτικοί και συνδικαλιστικοί φορείς, επιστήμονες, απλοί πολίτες. Οι εκτιμήσεις των ειδικών, και αναμένουμε και αυτές των εταίρων μας, ως προς τη δημοσιονομική διάσταση της πρότασης συγκλίνουν στο ότι με το προτεινόμενο σχέδιο παραμένει εξαιρετικά δύσκολη η επίτευξη του στόχου για το 2016, όπως αυτός έχει συμφωνηθεί στο τρίτο πρόγραμμα. Παράλληλα, επισημαίνεται από πολλές πλευρές ότι το υπό συζήτηση σχέδιο ουσιαστικά μεταθέτει το πρόβλημα για το μέλλον, χωρίς να δίνεται τώρα βιώσιμη και μακροχρόνια λύση.
Μια πλευρά, όμως, του ασφαλιστικού που ίσως δεν έχει αναδειχθεί αρκούντως είναι η συσχέτιση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης με το αξιόχρεο της χώρας και τη δυνατότητά της να βγει στις αγορές και να αντλήσει στο άμεσο μέλλον κεφάλαια για τις ανάγκες της. Οσοι έχουν παρακολουθήσει από την αρχή την ελληνική κρίση και τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους μας και έχουν μελετήσει τα κείμενα των προγραμμάτων/μνημονίων, τις αξιολογήσεις και ιδιαίτερα τις σχετικές με την εξέλιξη του δημοσίου χρέους της χώρας εκθέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των κοινοτικών οργάνων παρατηρούν ότι πάντοτε υπήρχε επιμονή από την πλευρά των εταίρων για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος. Φυσικά, αυτή είχε να κάνει με την αναγκαιότητα εξασφάλισης της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων και περιορισμού του ανορθολογισμού του συστήματος, που το διέπει σε αρκετές εκφάνσεις του. Το ισχυρότερο, όμως, επιχείρημα αποτελούσε πάντα το αξιόχρεο της χώρας και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας.
Η κρατική δαπάνη για το ασφαλιστικό μας σύστημα για το έτος 2015 είναι περίπου στα 30 δισ. ή 15-16% του ΑΕΠ, αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, ενώ οι προβλέψεις κάνουν λόγο για μια κρατική δαπάνη που θα υπερβαίνει το 20% του ΑΕΠ το 2030, στην περίπτωση που δεν υπάρξει εξορθολογισμός του συστήματος. Με βάση τα παραπάνω, ακόμα και αν η χώρα έβγαινε αύριο στις αγορές, οι σοβαροί και μακροπρόθεσμοι επενδυτές θα είχαν ασφαλέστατα δεύτερες σκέψεις για το κατά πόσον θα ήταν μια καλή επένδυση για αυτούς να τοποθετηθούν στα ομόλογα της χώρας μας, όταν θα γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι η έγκαιρη αποπληρωμή τους δεν θα είναι καθόλου βέβαιη. Τα τεχνικά σημειώματα του ΔΝΤ (Ιούλιος 2015) και της Ε.Ε./ΕΚΤ (Σεπτέμβριος 2015) για την εξέλιξη του ελληνικού χρέους, που καταγράφουν τις επιπτώσεις των δυσμενών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων στη χώρα το προηγούμενο έτος, δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια παρερμηνείας. Δημοσιονομική προσαρμογή, αποκρατικοποιήσεις και τραπεζικό σύστημα θα καθορίσουν, σε συνδυασμό με την αναιμική ανάπτυξη, την εξέλιξη του χρέους.
Το ΔΝΤ έχει ανακοινώσει ότι θα αξιολογήσει τη συμμετοχή του με πόρους στο ελληνικό πρόγραμμα, εφόσον ολοκληρωθεί η πρώτη αξιολόγηση, η οποία αποτελεί και αναγκαία συνθήκη για να εκκινήσει η συζήτηση για μερική ρύθμιση του ελληνικού χρέους, μέσα, όμως, στο γνωστό και προδιαγεγραμμένο πλαίσιο των αποφάσεων του Eurogroup και των εκθέσεων που τις συνοδεύουν. Η έκθεση βιωσιμότητας του χρέους (debt sustainability analysis,/DSA), την οποία θα λάβει υπόψη του το ΔΝΤ, έχει ως βασική παράμετρο την εξέλιξη της ασφαλιστικής δαπάνης.
Το ΔΝΤ είχε λειτουργήσει κατά καιρούς αντιπαραγωγικά στις διαπραγματεύσεις μας με τους εταίρους για συγκεκριμένα σημεία του ελληνικού προγράμματος, ενώ το 2014 διαμορφώθηκε μια κοινή βούληση σε Ελλάδα και ΔΝΤ για την απεμπλοκή του οργανισμού από την ελληνική υπόθεση, κάτι, ωστόσο, που δεν συνέβη κυρίως λόγω ατυχών χειρισμών και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αποτελούσε, όμως, το ΔΝΤ από την αρχή της κρίσης το «εισιτήριο» για την ομαλή επιστροφή μας στις αγορές, αφού πολλοί θεσμικοί επενδυτές έστρεφαν περισσότερο την προσοχή τους στις εκθέσεις που έρχονταν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού παρά από την Ε.Ε. Τους επόμενους μήνες θα εξελιχθεί μια πολιτική διελκυστίνδα που θα αφορά τη συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ και με πόρους (ίσως τους αδιάθετους από το δεύτερο μνημόνιο) στο νέο ελληνικό πρόγραμμα. Η αποδοχή, όμως, από τους εταίρους, και ιδίως από το ΔΝΤ, ενός ασφαλιστικού σχεδίου με έντονα στοιχεία διαγενεακής ανισορροπίας, που θα μεταθέτει το πρόβλημα για το μέλλον και απλώς θα επιτυγχάνει τον ποσοτικό στόχο που έχει τεθεί για την επόμενη διετία, χωρίς να επιδρά καθοριστικά στη δυναμική του χρέους, ίσως να αποτελεί προμήνυμα αποχώρησης του ΔΝΤ, με όποιες πολιτικές και οικονομικές συνέπειες μπορεί μια τέτοια εξέλιξη να συνεπάγεται.
*Ο κ. Θ. Κοντογεώργης είναι νομικός απόφοιτος του Harvard.